Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Ο Πρόεδρος, ο υπουργός και ο δικαστής

 Τρεις άνδρες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο υπουργός Νίκος Παππάς και ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ Αθανάσιος Ράντος καθόρισαν την έκβαση της μάχης για τις τηλεοπτικές άδειες. Ένα τρίγωνο εξουσίας με συγκρούσεις, προσπάθειες προσέγγισης αλλά και χτυπήματα κάτω από τη μέση. Στο τέλος κέρδισε ο δικαστής.


του Τάσου Τέλλογλου

Ο πρώτος άνθρωπος που επισκέφθηκε ο Νίκος Παππάς μετά τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες ήταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος. Ήταν το μεσημέρι της 2ης Σεπτεμβρίου 2016. Ο ΠτΔ του θύμισε με τρόπο κοκέτικο ότι δεν είναι δουλειά του η αδειοδότηση των καναλιών, αλλά πρόσθεσε πως το Σύνταγμα στο άρθρο 15 παρ. 2 κάνει λόγο για αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων λόγου και τέχνης. Υπογράμμισε ακόμα πόσο σημαντική είναι η διασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων, όπως απαιτεί η κοινωνική αποστολή των ΜΜΕ.
Από την πλευρά του ο Νίκος Παππάς, με μία σελίδα Α4 στο χέρι, στην οποίαν οι υπηρεσίες της ΓΓΕΕ κατέγραφαν πόσα πλήρωσε ο κάθε υπερθεματιστής, εξήγησε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι το αποτέλεσμα του διαγωνισμού εξασφάλιζε «ένα μείγμα φρεσκάδας (με τον κ. Μαρινάκη, παρότι κατέχει ήδη μέσα ενημέρωσης και τον κ. Καλογρίτσα, που δραστηριοποιήθηκε στα ΜΜΕ τη δεκαετία του ‘80) και πείρας (με τους κ.κ. Αλαφούζο και Κυριακού)».
Παιχνίδι σε δύο ταμπλώ
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δύο άνθρωποι κάθονταν μαζί για να συζητήσουν το ζήτημα των αδειών για την τηλεόραση. Ο Προκόπης Παυλόπουλος ήταν από τους ανθρώπους που συνέταξαν –μαζί με τον Νίκο Παππά και δύο συνεργάτες του που προέρχονται από το ΣτΕ– τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες. «Μόνο μία διάταξη δεν έχει την υπογραφή του Παυλόπουλου, το άρθρο που έκρινε το ΣτΕ αντισυνταγματικό, δηλαδή αυτό με το οποίο προβλεπόταν ότι το ΕΣΡ μπορεί να παραδώσει τις εξουσίες του έστω και προσωρινά στην κυβέρνηση», λέει στο inside story πηγή κοντά στις συζητήσεις της σύνταξης του νόμου 4331/2015.
Ο κ. Παυλόπουλος είχε προειδοποιήσει τον κ. Παππά ότι η διάταξη αυτή ίσως αποδεικνυόταν ανυπέρβλητο εμπόδιο στη «μάχη του ΣτΕ», αλλά του είχε παράλληλα υποσχεθεί να βοηθήσει, καθώς οι επαφές του αλλά και εκείνες των συνεργατών του, όπως του πρώην προέδρου του ΣτΕ και συμβούλου του κ. Σωτήρη Ρίζου, ήταν περισσότερες από εκείνες που διέθετε η κυβέρνηση. «Η μόνη ουσιαστική επαφή μας (σ.σ. της κυβέρνησης) ήταν ο Πρόεδρος του ΣτΕ (σ.σ. Μιχάλης Σακελλαρίου), που αποδείχθηκε όμως άνθρωπος ειδικού χειρισμού», λέει στο inside story κυβερνητική πηγή.
Κατά την προσφιλή του συνήθεια ο κ. Παυλόπουλος καθησύχαζε όλα τα μέρη της σύγκρουσης. Δεν είναι εξάλλου μυστικό ότι ήδη από το καλοκαίρι του 2015 θεωρούσε τον εαυτό του “ξύλινα τείχη”, με τα οποία θα σωζόταν –αν σωζόταν– η τρίτη Ελληνική Δημοκρατία στη μορφή που την γνωρίζουμε έναντι της επέλασης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, που τον είχε βέβαια αναδείξει στη θέση του ΠτΔ. Ο κ. Παυλόπουλος διαφωνούσε με τις τέσσερις άδειες και πίστευε ότι θα μπορούσε «υπό προϋποθέσεις να δοθεί και μία πέμπτη», ένας αριθμός αδειών που κατά τη γνώμη του αν μοιραζόταν σωστά θα διασφάλιζε «πολιτική ειρήνη». Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξάλλου είχε άμεση εικόνα για όσα συνέβαιναν και από τη μεριά των τηλεοπτικών σταθμών, καθώς δύο προσωπικοί και επιστημονικοί του φίλοι, ο Σπύρος Φλογαΐτης και η Γλυκερία Σιούτη, ανέλαβαν να επιχειρηματολογήσουν εναντίον του νόμου Παππά στο ΣτΕ, για λογαριασμό δύο τηλεοπτικών σταθμών.
Όμως και σε αυτό το θέμα η κυβέρνηση είχε κάνει τους δικούς της υπολογισμούς, χωρίς να του δίνει τον λόγο. Ο κ. Καλογρίτσας έπρεπε να πάρει οπωσδήποτε άδεια, διότι θα ήταν «ο σταθμός του ΣΥΡΙΖΑ», όπως έλεγε συχνά ο Νίκος Παππάς σε συσκέψεις στελεχών της κυβέρνησης. Ο κ. Μαρινάκης επίσης, καθώς ήταν η ελπίδα της κυβέρνησης για να ανεβεί το τίμημα. Ο κ. Αλαφούζος αν αποκλειόταν θα ενίσχυε την εντύπωση ότι έγινε για να ελέγχει η κυβέρνηση 100% το νέο τοπίο, οπότε ήταν το άλλοθι στον διαγωνισμό του κ. Παππά, πολύ περισσότερο καθώς με την καμπάνια που έκανε ενίσχυε την εντύπωση ότι ο διαγωνισμός γινόταν για να αποκλεισθεί.
Πάντως, ο βασικός “δίαυλος” του ΠτΔ στο ΣτΕ, ο πρώην πρόεδρός του Σωτήρης Ρίζος, στην αρχή τουλάχιστον δεν αντιμετώπιζε αρνητικά την νέα εξουσία, καθώς επανειλημμένα είχε υποστηρίξει ως εν ενεργεία επικεφαλής του δικαστηρίου ότι η μνημονιακή πολιτική πραγματικότητα κινούνταν στα όρια της συνταγματικής έννομης τάξης. Μάλιστα κατά την αποχώρησή του και παράδοση της προεδρίας του ΣτΕ στον κ. Σακελλαρίου το 2015, μετά την άνοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ στην εξουσία, έγινε –για όποιον μέχρι τότε δεν είχε καταλάβει– λίγο πιο σαφής:
«Σε σημαντικό βαθμό το ΣτΕ εξελίχθηκε σε ένα δικαστήριο με πολλά χαρακτηριστικά Συνταγματικού Δικαστηρίου και στην περίοδο που διανύουμε, όλα ή σχεδόν όλα άλλαξαν στη ζωή του. Η ελευθερία μειώθηκε σημαντικά, όχι από παρεμβάσεις προσώπων αλλά από την επιβολή των πραγμάτων... Οι βεβαιότητες αναιρέθηκαν. Το πεδίο δράσεως του ΣτΕ διευρύνθηκε με την καθημερινή ενασχόληση με σπουδαίες πολιτικές αποφάσεις, νόμους που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων, αλλά δυσκόλεψε διότι μειώθηκαν οι εναλλακτικές λύσεις. Η πολιτική, ηττημένη και ολοένα και περισσότερο ετεροκαθοριζόμενη, με ολοένα και λιγότερη εξουσία, μεταφέρει στο ΣτΕ τα προβλήματά της, τα οποία όμως φαίνεται να μην μπορούν να επιλυθούν με τα εργαλεία που αυτό διαθέτει, δηλαδή κυρίως με το Σύνταγμα της χώρας».
Ένας δικαστής με ισχυρή γνώμη
Για να έχουν οποιαδήποτε σημασία οι προεδρικοί ελιγμοί, τo πρόσωπο-κλειδί που θα έπρεπε να πειστεί ήταν ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ Αθανάσιος Ράντος. Αυτός είναι ο πραγματικός ηγέτης του δικαστηρίου, που δεν επελέγη για τη θέση του προέδρου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ επειδή ήταν άνθρωπος με το δικό του...κεφάλι.
Ο κ. Ράντος, μια ισχυρή προσωπικότητα που δεν πιστεύει στην αντιγραφή ευρωπαϊκών προτύπων, είχε περιγράψει με δραματικά χρώματα το 2011 στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής αυτό που κατά τη γνώμη του νοσούσε στην ελληνική δικαιοσύνη. Παραθέτουμε ολόκληρο ένα απόσπασμα από τα πρακτικά, γιατί αποτυπώνει με ενάργεια τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του δικαστή:
«...Εάν μια γερόντισσα ασφαλισμένη του Ο.Γ.Α. στο Νομό Ηρακλείου», έλεγε, «που είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, έχει ένα πρόβλημα με τον Ο.Γ.Α. για τη σύνταξή της, θα κάνει επτά χρόνια στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου, θα κάνει τέσσερα χρόνια στο Διοικητικό Εφετείο του Πειραιώς και θα κάνει πέντε ή έξι χρόνια στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεν τελείωσε, όμως, ακόμη. Προφανώς, θα έχει πεθάνει. Εάν κερδίσει κάποιος από αυτούς, που προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η υπόθεση θα ξαναγυρίσει στο Διοικητικό Εφετείο και όποιος και να χάσει στο Διοικητικό Εφετείο, θα ξανακάνει αίτηση αναιρέσεως, ειδικά εάν είναι Οργανισμός.
Πρέπει, λοιπόν, να γίνει κατανοητό το εξής, ότι χωρίς οδυνηρά μέτρα –ο κ. Πρόεδρος, ο κ. Μενουδάκος είπε για οριακή συνταγματικότητα– δεν υπάρχει οριακή ή μη οριακή συνταγματικότητα. Υπάρχει μια κατάσταση, σαν κι αυτή που σας περιγράφω, που είναι απαράδεκτη για οποιοδήποτε ευνομούμενο κράτος και υπάρχουν μέτρα, που πρέπει πια να είναι αυστηρά. Δηλαδή –και να το πούμε ευθέως– δεν μπορεί να υπάρχουν όλα αυτά τα ένδικα μέσα. Δεν μπορεί, δηλαδή, η γερόντισσα του Ο.Γ.Α. να έχει στη διάθεσή της –ή το Ο.Γ.Α. – να έχει και έφεση και αναίρεση. Εδώ στην πραγματικότητα χρειάζεται ένας Πρωτοδίκης, ένας καλός, από αυτούς που τα τελευταία 17 χρόνια βγαίνουν από τη Σχολή Δικαστών, για να λύσει τη διαφορά αμετακλήτως. Αντιλαμβάνομαι, θα πέσουν σωρό οι αιτιάσεις, ότι , ξέρετε, εάν γίνει λάθος κ.λπ. Από το λάθος, εάν έχω έναν τίμιο δικαστή, προτιμώ το λάθος, παρά αυτήν την πορεία που σας περιέγραψα, των 17, 18 ή 20 ετών για να πάρει ένας άνθρωπος σύνταξη. Εάν κάνετε μια υπόθεση διαδοχικής ασφαλίσεως και τσακώνονται δύο Ασφαλιστικοί Οργανισμοί ποιος δεν θα δώσει σύνταξη, τότε γίνεται αυτή η πορεία που σας λέω και μετά με αυτόν, που θα καταλογιστεί ότι πρέπει να δώσει, ξεκινά μια καινούργια σειρά δικών. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα με τα ένδικα μέσα, όπως υπάρχουν.
Επίσης, η δικαστική δαπάνη στο Συμβούλιο της Επικρατείας αυτή τη στιγμή είναι 360 ευρώ. Η λύση είναι απλή, αλλά θα πονέσει λιγάκι δικηγόρους ή δεν ξέρω και ποιους άλλους. Ποια θα είναι η δικαστική δαπάνη; Ο δικηγόρος θα φέρνει το κομμένο τριπλότυπο της εφορίας για τα χρήματα που εισέπραξε. Είναι πολλά, είναι λίγα, τρεις, πέντε, επτά χιλιάδες, αυτό το ποσό στον νικήσαντα, γιατί σύρθηκε άδικα στο δικαστήριο, θα πρέπει να καταβάλλεται ως δικαστική δαπάνη. Αντιλαμβάνομαι τις αιτιάσεις που θα λένε “ο φτωχός τι θα κάνει;”. Ο φτωχός, εάν πάει στο δικαστήριο και χάσει, πρέπει να αποζημιώσει τον πιθανόν άλλο φτωχό ή το κράτος, που διατηρεί μια νομική υπηρεσία και την πληρώνει πλουσιοπάροχα, που υφίσταται τη δαπάνη για να κερδίσει κάτι που το δικαιούται.
Εάν, λοιπόν, δεν περιοριστούν δραστικά τα ένδικα μέσα και δεν αυξηθούν όχι τα παράβολα –να μην παρεξηγηθώ, τα παράβολα, πράγματι, που είναι προληπτικά, είναι οριακής συνταγματικότητας, εκεί μπορεί να ευσταθήσουν οι ενστάσεις ότι εμποδίζεις τον φτωχό να φτάσει στο δικαστήριο– αλλά η δικαστική δαπάνη είναι άλλο πράγμα. Κύριε, κάνεις τη δίκη, σταθμίζεις, κέρδισες ή έχασες, έχασες θα πληρώσεις τον νικητή, διότι τον έσυρες τζάμπα στο δικαστήριο. Αυτό, λοιπόν, είναι το δεύτερο μέτρο...».
Όμως ο Ράντος πήγε και ένα βήμα παρακάτω στην τοποθέτησή του αυτή, θεωρώντας ότι ο αριθμός των δικαστών στην Ελλάδα και το ΣτΕ ειδικότερα είναι μεγάλος:
«Δεν είναι λύση –επειδή το ρωτήσατε– η αύξηση του αριθμού των δικαστών. Και στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στη Δικαιοσύνη, γενικά, είμαστε πολλοί οι δικαστές. Να το πω και ευθέως; Και οι Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας είμαστε πολλοί. Εγώ είμαι ο έβδομος και σας λέω με πολλή άνεση ότι έξι έπρεπε να ήταν οι Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας και ας ξαναγύριζα Σύμβουλος. Είμαστε, λοιπόν, σε όλη τη Δικαιοσύνη πολλοί και δεν θα λυθεί το πρόβλημα με την αύξηση του αριθμού του δικαστών, την οποία και η Σχολή Δικαστών εξάλλου δεν μπορεί να εκπαιδεύσει. Υπηρετώ 17 χρόνια τη Σχολή Δικαστών και ξέρω ποιες είναι οι δυνατότητές της. Δεν μπορεί να παράγει κατ’ έτος πολλούς δικαστές. Ο δικαστής πρέπει να εκπαιδεύεται σωστά και να βγαίνει σε ένα λογικό αριθμό.
Θίξατε και δύο θέματα με τα οποία θέλω να τελειώσω, κύριε Πρόεδρε. Το ένα είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο. Θα σας πω την προσωπική μου άποψη. Είμαι εναντίον της ιδρύσεως Συνταγματικού Δικαστηρίου και δεν είναι οι λόγοι “συντεχνιακοί” του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θυμηθείτε με, σας παρακαλώ, ότι θα δημιουργήσετε ένα καινούργιο πλαίσιο θεσμικών συγκρούσεων και μια καινούργια παράμετρο επιβραδύνσεως των διαδικασιών. Θα με θυμηθείτε σ’ αυτό, όταν συσταθεί. Θα ήθελα να δω τον τρόπο, που θα συμφωνήσετε, για το πώς θα συγκροτηθεί ακριβώς αυτό το Δικαστήριο». Στο σημείο αυτό ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, απαντά «Όταν και εάν», και ο κ. Ράντος συνεχίζει: «Εγώ είμαι εναντίον, είμαι αρνητικός. Το λέω ευθέως ότι είμαι αρνητικός. Γιατί σε όποια συστήματα υπάρχει, ας πούμε στη Γερμανία, η υπόθεση δεν χάνει τα προηγούμενα στάδιά της. Πηγαίνει στο Πρωτοδικείο ή στο Εφετείο, εκεί εγείρεται το θέμα της συνταγματικότητας και η υπόθεση φυσικά άγεται στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Επιλύεται και ξαναγυρνάει πάλι πίσω. Αυτό μεταφερόμενο από την “ευνομούμενη”, ναι ή όχι, Γερμανία στην Ελλάδα των καθυστερήσεων σημαίνει να προσθέσετε ακόμη τρία χρόνια στη διαδικασία της δίκης, μεταξύ άλλων παραμέτρων».
Αυτός ο δικαστής βρέθηκε λοιπόν στο μάτι του κυκλώνα. Ο κ. Ράντος, σύμφωνα με πληροφορίες του inside story, απέρριπτε την ιδέα να ερωτηθεί το ευρωπαϊκό δικαστήριο για το θέμα των αδειών, θεωρώντας το αποκλειστικά ελληνικό θέμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αλλά και ορισμένοι νομικοί κοντά του δεν θεωρούσαν ότι η ευρωπαϊκή διέξοδος θα έλυνε τα προβλήματα του νόμου, ιδιαίτερα μετά τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει ο κ. Παυλόπουλος με τη νομοθεσία του βασικού μετόχου, που “σκόνταψε” στην ΕΕ.
Το κρίσιμο θέμα ήταν εάν το δικαστήριο θα αποδεχόταν τις προσφυγές των καναλιών για την εξέταση του αιτήματός τους να κηρυχθεί αντισυνταγματικός ο νόμος, ή θα τις θεωρούσε απαράδεκτες. Αν γινόταν το δεύτερο, η κυβέρνηση κέρδιζε τον χρόνο που επιδίωκε και διαμόρφωνε το νέο τηλεοπτικό περιβάλλον.
Αλλά μετά την “πανωλεθρίαΔιαβάστε το άρθρο του γράφοντος στο inside story” του πόθεν εσχες του κ. Καλογρίτσα, «όλο και περισσότεροι Σύμβουλοι Επικρατείας θεωρούσαν ότι οι προσφυγές έπρεπε να γίνουν παραδεκτές», λέει παλιό στέλεχος του ΣτΕ που έχει ακόμα επαφές με πολλούς πρώην συναδέλφους του. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση είχε μετρήσει τις “δικές της” ψήφους και σε καμία περίπτωση αυτές δεν υπερέβαιναν τις 11 με 12.
Ένας ατελέσφορος εκβιασμός
Έτσι αποφασίστηκε η «επιχείρηση Ράντου». Η λογική ήταν ότι θα ζητείτο από τον αντιπρόεδρο του ΣτΕ να κρατήσει χαμηλούς τόνους, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί μια σειρά προσωπικών του επιστολών με δικαστίνα, που είχαν τυπωθεί από οικείο της, είχαν μοιρασθεί σε μέλη του ΣτΕ και είχαν αποσταλεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Ενώ ουδέν κυβερνητικό στέλεχος αναλαμβάνει την ευθύνη για την «επιχείρηση», ένδειξη ότι η απόφαση να ανασυρθεί η υπόθεση Ράντου ίσως να ήταν συλλογική –καθώς και ο Αλέξης Τσίπρας αλλά και ο Νίκος Παππάς την υποστήριξαν δημόσια– είναι το γεγονός ότι δύο διαφορετικές κυβερνητικές πηγές είπαν στο inside story ότι η κυβέρνηση διέθετε και ενδείξεις ότι η αλληλογραφία αφορούσε και πρακτική του αντιπροέδρου του ΣτΕ σε ό,τι αφορά τις εξετάσεις στη Σχολή Δικαστών (σ.σ. με απλά ελληνικά, υπονόησαν ότι έδινε στη δικαστίνα τα θέματα, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί ούτε προκύπτει από τα email).
Η κλιμάκωση της «επιχείρησης», αρχικά στην ιστοσελίδα zougla.gr χωρίς όνομα και στη συνέχεια με ερώτηση του βουλευτή κ. Νικολόπουλου προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, αλλά και με το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Αυγή, όπου αναφερόταν ονομαστικά ο δικαστής, δείχνει ότι η κυβέρνηση τα έπαιζε όλα για όλα, για να κερδίσει την παρτίδα.
Η μεθόδευση αυτή δεν ήταν προφανώς γνωστή στον κ. Παυλόπουλο, που επιχείρησε λίγο πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία να βρει ενα modus operandi με τον δικαστή. Στηριγμένος σε αποφάσεις που είχε εισηγηθεί ο ίδιος κ. Ράντος, ο σύμβουλος του κ. Παυλόπουλου και πρώην πρόεδρος του ΣτΕ Σωτήρης Ρίζος πρότεινε στον κ. Ράντο να μην κάνει λόγο για αντισυνταγματικότητα, αλλά για «διοικητικές πλημμέλειες» στη διεξαγωγή του διαγωνισμού.
Ο κ. Παυλόπουλος είχε μείνει με την εντύπωση ότι είχε σώσει τα προσχήματα για την κυβέρνηση και ότι η συμβιβαστική λύση θα γινόταν δεκτή από την ομάδα Ράντου. Αλλά ήδη στο δικαστήριο είχε σχηματισθεί μια σκληρή ομάδα υπέρ της αντισυνταγματικότητας από οκτώ δικαστές και χωρίς αυτήν την ομάδα δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση. Για την πραγματικότητα αυτή η κυβέρνηση είχε πολύ λιγότερες αυταπάτες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έπειτα ήρθε το αποτέλεσμα: 14-11 υπέρ της αντισυνταγματικότητας του άρθρου Παππά.

Πηγή: insidestory (εδώ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου