Από τη
δεκαετία του ’80 και μετά το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου και της πολιτικής
αντιπαράθεσης διολίσθαινε με επιταχυνόμενο ρυθμό. Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία
κυριάρχησαν σε όλο το πολιτικό φάσμα και τα κόμματα διαγκωνίζονταν σε
υπερβολές, υποσχέσεις και αλληλοκατηγορίες.
Η πολιτική
αντικαταστάθηκε από τη συνθηματολογία, την παροχολογία, το «χάιδεμα» αυτιών και
τη στείρα αντιπαράθεση κυβέρνησης-αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ κατηγορούσε τη ΝΔ, η
ΝΔ το ΠΑΣΟΚ, η αριστερά και τους δυο κ.ο.κ. Οι στείρες αυτές αντιπαραθέσεις
γίνονταν για εσωτερική κατανάλωση και για αρπαγή ψήφων.
Κατά την
προεκλογική περίοδο του 2004, η ΝΔ κατηγόρησε για πολλά την κυβέρνηση του Κώστα
Σημίτη, δίνοντας έμφαση στη διαφθορά, στα διαπλεκόμενα συμφέροντα και την
κομματικοποίηση του κράτους. Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία έθεσε στο κέντρο της
αντιπολιτευτικής της τακτικής την επιθετική αμφισβήτηση της θετικής πορείας της
οικονομίας που είχε επιτύχει το ΠΑΣΟΚ, με στόχο την κατάρριψη του αφηγήματος
περί «ισχυρής οικονομίας».
Ο Κώστας
Καραμανλής και κορυφαία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας αμφισβητούσαν ανοιχτά τα
δημοσιονομικά στοιχεία, για το έλλειμμα και για το χρέος, κατηγορώντας την
κυβέρνηση για εκτεταμένη χρήση μεθόδων «δημιουργικής λογιστικής» και μια
κατασκευασμένη, πλασματική, θετική εικόνα. Μάλιστα έκαναν λόγο ακόμα και για
πλαστά οικονομικά στοιχεία! Η ΝΔ δεν ισχυριζόταν ότι το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί λάθος
οικονομική πολιτική ή ότι η ίδια θα πετύχαινε καλύτερες επιδόσεις, αλλά το
κατηγορούσε για ανειλικρίνεια και «μαγειρεμένα» οικονομικά στοιχεία. Οικονομικά
στοιχεία που είχαν γνωστοποιηθεί και εγκριθεί από τις ευρωπαϊκές αρχές.
Έτσι,
κεντρική προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας ήταν να αποκαλύψει, όταν
αναλάβει την εξουσία, όλη την αλήθεια με τη διενέργεια απογραφής για την
«καταγραφή της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας».
Και αυτό
έγινε. Στις 11 Μαρτίου 2004, μόλις τέσσερις ημέρες μετά τις εκλογές, ο νέος
υπουργός Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης δήλωσε ότι δόθηκε η εντολή για τη
δημοσιονομική απογραφή για το έτος 2003.
Επρόκειτο
για μια εγκληματική απερισκεψία. Αν και ο στόχος της κυβέρνησης περιοριζόταν
στο να εκθέσει απλώς την προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ως αναξιόπιστη και να
εκδραματίσει την κατάσταση της οικονομίας, ο έλεγχος χάθηκε. Από την απογραφή
προέκυψε ότι το έλλειμμα για το 2003 ήταν 5,6% και όχι 1,7% όπως είχε
παρουσιάσει η προηγούμενη κυβέρνηση και είχε πιστοποιηθεί από τη Eurostat. Έτσι
η απογραφή ανέτρεψε τα τελικά στοιχεία τής Eurostat, τα οποία έπρεπε επίσης να
αναθεωρηθούν.
Η δραστική
αλλαγή των δημοσιονομικών στοιχείων το 2003 προκάλεσε κάτι που δεν είχε
υπολογίσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας: την παρέμβαση της Κομισιόν, η
οποία προχώρησε σε μονομερή αναθεώρηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων
μέχρι το 1997, συμπεριλαμβάνοντας το 1999, έτος κρίσιμο, καθώς τη χρονιά εκείνη
κρίθηκε η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Με την
απογραφή του 2004 διαπιστώθηκε ότι το έλλειμμα του 1999 ήταν τελικά 3,07%,
δηλαδή οριακά υψηλότερο από το όριο του 3% που αποτελούσε ένα από τα κριτήρια
που θα έπρεπε να ικανοποιεί μια χώρα για να ενταχθεί στο ευρώ. Μπορεί η διαφορά
να ήταν ασήμαντη, ωστόσο σε επίπεδο εντυπώσεων επρόκειτο για μια καταστροφή. Η
αξιοπιστία της χώρας δέχθηκε βαρύτατο πλήγμα.
Κάπως έτσι,
για πρώτη φορά ένα ζήτημα εσωτερικής μικροπολιτικής αντιπαράθεσης, η κατάσταση
της οικονομίας, το οποίο αξιοποιήθηκε από τη ΝΔ για να κερδίσει τις εκλογές,
μεταφέρθηκε στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εκθέτοντας τελικά τη χώρα. Το πρόβλημα
ήταν ότι με την απογραφή δεν αποκαλύφθηκε η αναξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ αλλά η
αναξιοπιστία της Ελλάδας! Η απογραφή εξέθεσε και τη Eurostat, η οποία είχε
αποδεχθεί και εγκρίνει τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία.
Η υπέρβαση
του ορίου του ελλείμματος κατά 0,07% μετέτρεψε την Ελλάδα σε «κόκκινο πανί».
Μόλις έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα της απογραφής, η Ελλάδα έγινε πρώτο θέμα
στον διεθνή Τύπο, με κατηγορίες ότι αλλοίωσε τα δημοσιονομικά στοιχεία της και
ότι δεν θα έπρεπε να ενταχθεί στην ΟΝΕ. Ορισμένες ακραίες φωνές από χώρες όπως
η Γερμανία υποστήριξαν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αποπεμφθεί από το ευρώ, ενώ
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σημείωσαν ότι με τα στοιχεία αυτά η Ελλάδα δεν θα έπρεπε
να ήταν μέλος της ευρωζώνης.
Ο Γιώργος
Αλογοσκούφης βρέθηκε στην αμήχανη θέση να υπερασπίζεται στην ΕΕ τη μεθοδολογία
που ακολούθησε η κυβέρνηση Σημίτη για την περίοδο 1997-1999, όταν χώρες της ΕΕ
πίεζαν για νέες αναλυτικότερες έρευνες για το τι ακριβώς συνέβη την κρίσιμη για
την ένταξή μας στο ευρώ περίοδο 1997-1999.
Δεν υπάρχει
καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα είχε «βοηθήσει» τους αριθμούς για να πετύχει την
ένταξή της στην ευρωζώνη. Όμως δεν ήταν η μόνη από τα κράτη μέλη που προέβη σε
παρόμοιες ενέργειες, ακόμα και αν δεχθούμε ότι «προχώρησε λίγο παραπάνω», όπως
έχει υποστηριχθεί.
Όλες οι
χώρες χρησιμοποίησαν τους στατιστικούς κανόνες και τις μεθοδολογίες έτσι ώστε
να πετύχουν ευκολότερα τους στόχους για την ένταξη στο ευρώ. Ακόμα και πανίσχυρες
χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία εφάρμοσαν με ελαστικότητα τους κανόνες. Η
Γερμανία δεν συμπεριέλαβε στην καταμέτρηση του ελλείμματός της όλα τα χρέη που
είχαν δημιουργηθεί μετά την ενοποίηση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία,
αλλά ούτε και τη «μαύρη τρύπα» ασφαλιστικών οργανισμών, ενώ η Γαλλία δεν
συμπεριέλαβε στο έλλειμμα τα συνταξιοδοτικά προνόμια των υπαλλήλων δημόσιων
οργανισμών.120 Η Ιταλία, που είχε πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, προχώρησε σε
μεγάλες συμφωνίες ανταλλαγής χρέους με τράπεζες (swap), ενώ το Βέλγιο,
προκειμένου να αντιμετωπίσει το πολύ υψηλό έλλειμμα τη χρονιά που κρινόταν η
ένταξή του στο ευρώ, πούλησε μέρος των αποθεμάτων χρυσού της κεντρικής
τράπεζας, παρουσιάζοντας ένα έκτακτο έσοδο και μειώνοντας έτσι, λογιστικά, το
έλλειμμα.
Η αύξηση των
ελλειμμάτων με την απογραφή του 2004 δεν έγινε διότι βρέθηκαν κρυμμένες δαπάνες
ή πολύ περισσότερο ψεύτικα και πλαστά μεγέθη όπως ισχυριζόταν προεκλογικά η ΝΔ.
Η αύξηση των μεγεθών έγινε κυρίως γιατί η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε στην
αλλαγή της μεθοδολογίας καταγραφής των εξοπλιστικών δαπανών. Εκείνη την εποχή η
Κομισιόν έδινε τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών να καταγράφουν
τις εξοπλιστικές δαπάνες είτε με την παραγγελία του υλικού είτε με την παραλαβή
του. Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ακολουθούσε τη δεύτερη μέθοδο. Μετά τις εκλογές
του 2004, η νέα κυβέρνηση της ΝΔ επέβαλε την πρώτη μέθοδο, αλλάζοντας έτσι
αποφασιστικά την εικόνα των δημοσιονομικών μεγεθών! Αλλαγές προέκυψαν και από
την αναθεώρηση των πλεονασμάτων των ασφαλιστικών ταμείων, το χρόνο καταχώρησης
εσόδων κ.ά., ωστόσο και εδώ οι διαφορές προέκυψαν, κυρίως, λόγω μεταβολής των
μεθοδολογικών τεχνικών.
Με λίγα
λόγια, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχείρησε να εκθέσει την προηγούμενη κυβέρνηση
προχωρώντας σε αλλαγή των μεθοδολογικών κανόνων, προκαλώντας τελικά ένα άνευ
προηγουμένου πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας. Είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει
κανείς το μέγεθος της επιπολαιότητας και της απερισκεψίας της ηγεσίας της ΝΔ
στο θέμα της απογραφής.
Το ειρωνικό
είναι ότι το 2006 η Eurostat αποφάσισε ότι η ορθή μέθοδος καταγραφής των
εξοπλιστικών δαπανών ήταν αυτή του χρόνου παραλαβής του υλικού, δηλαδή η
μέθοδος που χρησιμοποιούσε η Ελλάδα πριν την απογραφή.
Και ενώ η
Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη της αμφισβήτησης, η κυβέρνηση της ΝΔ, το φθινόπωρο το
2006, προχώρησε σε μία ακόμη εξαιρετικά αμφιλεγόμενη κίνηση, πλήττοντας
περαιτέρω την αξιοπιστία της χώρας. Η ΕΣΥΕ προχώρησε στην αναθεώρηση του ΑΕΠ
ανακοινώνοντας μια εξωπραγματική αύξηση κατά 25,6%, προκαλώντας την αντίδραση
της Κομισιόν και το χλευασμό των ξένων μέσων. Η Wall Street Journal δημοσίευσε
άρθρο με τίτλο «Ελληνικά κόλπα», το οποίο γελοιοποιούσε την αναθεώρηση του ΑΕΠ.
Αν και η συμβολή παράνομων δραστηριοτήτων όπως η πορνεία και τα ναρκωτικά στην
αύξηση του ΑΕΠ ήταν μικρή στο συνολικό ποσοστό, ωστόσο η ζημιά έγινε. Η
εφημερίδα Financial Times δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Το αρχαιότερο επάγγελμα
δίνει ώθηση στο ελληνικό ΑΕΠ», η Guardian με τίτλο «Αύξηση της Ελληνικής
Οικονομίας κατά 25,7% – Με λίγη βοήθεια από πόρνες», ενώ το αμερικανικό τηλεοπτικό
δίκτυο CNN συμπεριέλαβε την αναθεώρηση του ΑΕΠ στις 101 μεγαλύτερες γκάφες της
χρονιάς.
Η αναθεώρηση
απορρίφθηκε από την Κομισιόν, η οποία θεώρησε ότι η αύξηση του ΑΕΠ γινόταν για
να επιτευχθεί έτσι έμμεσα η μείωση του χρέους και του ελλείμματος και να
αποφευχθεί η λήψη περιοριστικών μέτρων. Ένα ακόμα μικροπολιτικό παιχνίδι
με τα νούμερα.
Η αξιοπιστία
της χώρας είχε χαθεί εντελώς.
Ο Γιάννης
Παπαδογιάννης είναι δημοσιογράφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου