Τον Ιούλιο 2015, μετά την αποτυχημένη
«έφοδο προς τον ουρανό», η κυβέρνηση Τσίπρα συνθηκολόγησε και οδηγήθηκε στη
διαπραγμάτευση και (τον Αύγουστο) στην υπογραφή του 3ου μνημονίου. Μια σειρά
από μνημόνια παρήγαγε μια πραγματικότητα διηνεκούς κρίσης, που εύκολα
δημιουργεί μια αίσθηση ατέλειωτης και μάταιης λιτότητας μέσα στο ευρώ. Ολες οι
μετρήσεις καταδεικνύουν συντριπτικά ποσοστά παραίτησης και απαισιοδοξίας.
Πρόσφατη έρευνα του ιδρύματος Pew κατέγραφε 98% των Ελλήνων, το υψηλότερο στον
ανεπτυγμένο κόσμο, που αξιολογούν αρνητικά την κατάσταση της οικονομίας.
Είναι εύκολο να οδηγηθεί κανείς στην
απελπισία έπειτα από τρία μνημόνια και οχτώ χρόνια ύφεσης. Είναι επίσης
επικίνδυνα γοητευτικό να τα επικαλεστεί ως απόδειξη πλήρους αποτυχίας και
ματαιότητας των μνημονίων. Είναι γαργαλιστικά σαγηνευτικό να συμπεράνει, στη
βάση των παραπάνω, ότι η σαρωτική αυτή αποτυχία είναι αναπόφευκτη συνέπεια της
συμμετοχής της χώρας στο ευρώ, και απόδειξη ότι τάχα η ανάκαμψη θα είναι
αδύνατη όσο παραμένουμε στο ευρώ. Ολα τα παραπάνω συμπεράσματα είναι ελκυστικά,
δημοφιλή, και λάθος.
Διάφοροι γυρολόγοι και τυχοδιώκτες
επιδιώκουν να χτίσουν το πολιτικό τους μέλλον εμπορευόμενοι την πραμάτεια του
«για όλα φταίει το ευρώ». Μαζί κι οι χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες της δραχμής,
που ποτέ δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια.
Από την αρχή της κρίσης, η ελληνική
οικονομία έχει χάσει 27% του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ύφεσης ήταν
απολύτως αναπόφευκτο, αφού το φουσκωμένο εισόδημα της προ-κρίσης περιόδου
αντανακλούσε το τεράστιο εξωτερικό χρέος της ελληνικής οικονομίας. Ο
υπερδανεισμός της χώρας χρηματοδοτούσε μισθούς, συντάξεις, κατανάλωση,
επενδύσεις σε ακίνητα, θέσεις εργασίας. Ολα αυτά μετά το κραχ του 2009
συρρικνώθηκαν ραγδαία, καθώς το πρωτογενές έλλειμμα 10% ΑΕΠ (24 δισ. ευρώ)
έπρεπε να μετατραπεί σε πλεόνασμα και το υπέρμετρο εξωτερικό έλλειμμα 15% να
εξαλειφθεί.
Περίπου 27% του ΑΕΠ απώλεσε και η
Αμερική μετά το 1929 στη δική της Μεγάλη Υφεση. Ομως οι ΗΠΑ βρέθηκαν εκεί σε
τέσσερα χρόνια, έπειτα άρχισαν να ανακάμπτουν, και τρία χρόνια αργότερα, το
1936, είχαν ανακτήσει τα επίπεδα ΑΕΠ του 1929. Ενώ η δική μας ύφεση είναι του
ίδιου βάθους, αλλά έως τώρα διπλάσιας διάρκειας...
Η ουσιώδης επισήμανση είναι η εξής: Η
δική μας οκταετία 2010-17 περικλείει στην πραγματικότητα δύο κρίσεις. Η πρώτη
είναι εκείνη που επέβαλε την προσφυγή στα δύο πρώτα μνημόνια. Τα μνημόνια 1 και
2 ήταν απολύτως οδυνηρά – και αναπόφευκτα. Η υφεσιακή τους επίδραση θα ήταν
πολύ ηπιότερη εάν:
• Η Ευρωζώνη δεν βρισκόταν σε
στασιμότητα, ξανακυλώντας σε ύφεση το 2012.
• Το κόστος κεφαλαίου των ελληνικών επιχειρήσεων δεν παρέμενε τόσο υψηλό.
• Οι κυβερνήσεις παρέμεναν προσηλωμένες στην ταχεία υλοποίηση του μνημονίου.
• Η πολιτική αστάθεια και αντιμνημονιακή δημαγωγία της αντιπολίτευσης δεν συντελούσαν στην εκτίναξη του κινδύνου Grexit, που παρέλυε την οικονομία, προκαλούσε φυγή κεφαλαίων και «πάγωνε» κάθε επενδυτική διάθεση.
• Το κόστος κεφαλαίου των ελληνικών επιχειρήσεων δεν παρέμενε τόσο υψηλό.
• Οι κυβερνήσεις παρέμεναν προσηλωμένες στην ταχεία υλοποίηση του μνημονίου.
• Η πολιτική αστάθεια και αντιμνημονιακή δημαγωγία της αντιπολίτευσης δεν συντελούσαν στην εκτίναξη του κινδύνου Grexit, που παρέλυε την οικονομία, προκαλούσε φυγή κεφαλαίων και «πάγωνε» κάθε επενδυτική διάθεση.
Η πρώτη κρίση ολοκληρωνόταν το 2014. Επί
έξι συνεχόμενα τρίμηνα από την αρχή του 2014, η οικονομία κατέγραφε οριακά
θετική ή έστω μηδενική ανάπτυξη, αλλά όχι συρρίκνωση. Το 2014 ήταν το πρώτο
έτος οριακά θετικής ανάπτυξης (0,4%). Η δυναμική της ανάκαμψης ήταν τέτοια που
συνεχίστηκε και στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015, παρά την οξεία αβεβαιότητα της
«ηρωικής διαπραγμάτευσης» και τη σταθερή αιμορραγία τραπεζικών καταθέσεων.
Καθώς το 2015 κυλούσε, οι διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούσαν διαρκώς προς τα κάτω
τις προβλέψεις το ΑΕΠ του 2015. Από 2,5% ανάπτυξη για το 2015 και 2016,
καταλήξαμε σε νέα ύφεση. Η δεύτερη κρίση ξεκίνησε το 2015. Και ήταν προϊόν του
αντιμνημονιακού λαϊκισμού, που εξέφρασαν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ως αντιπολίτευση, και
ως κυβέρνηση το πρώτο εξάμηνο 2015.
Παρά το βαρύτατο κόστος, και το
υπέρμετρα υφεσιακό αποτέλεσμα, η οικονομία μας εξάλειψε πλέον τις κύριες
ανισορροπίες που οδήγησαν στην κρίση χρέους του 2009-10. Το έλλειμμα του 15%
ΑΕΠ το 2009 είναι πλέον δημοσιονομικό πλεόνασμα 0,7%. Ανακτήθηκε πλήρως η
απώλεια ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας, με την ανταγωνιστικότητα
των τιμών να έχει επανέλθει στο επίπεδο του 2002, σύμφωνα με την Τράπεζα της
Ελλάδος. Και κυρίως, μια κληρονομιά σημαντικών μεταρρυθμίσεων θα βοηθήσει την
ανάπτυξη όταν περάσουμε στην ανοδική φάση του κύκλου. Μια οικονομία σαν την
Ελλάδα χρειαζόταν ευρύτατες μεταρρυθμίσεις και άρση των ανισορροπιών για να
μπορεί μελλοντικά να αναπτυχθεί. Η Ευρωζώνη (με όλα τα λάθη και τις αδυναμίες)
παρήγαγε αυτό το πλαίσιο πειθαρχίας και μεταρρυθμίσεων που το εγχώριο πολιτικό
σύστημα (δυστυχώς) δεν θα μπορούσε ποτέ από μόνο του να δημιουργήσει.
Ο απολογισμός της ελληνικής κρίσης θα
ήταν πολύ διαφορετικός εάν η πορεία ανάκαμψης δεν είχε βίαια διακοπεί με τα
γεγονότα του 2015, που οδήγησαν στα capital controls, τα οποία καταβαράθρωσαν
την οικονομία. Ως τελευταίο έτος ύφεσης θα είχε καταγραφεί το 2013, η Ελλάδα θα
καβαλούσε το κύμα ανάκαμψης της Ευρωζώνης το 2015 και 2016, αντί να είναι η
μόνη οικονομία σε ύφεση και αποκλεισμένη από τη βροχή ρευστότητας της ΕΚΤ. Εάν
η ελληνική Μεγάλη Υφεση είχε ολοκληρωθεί το 2013, θα βρισκόμασταν ήδη στον
τέταρτο χρόνο ανάπτυξης, τα εισοδήματα θα αυξάνονταν κι η ανεργία θα είχε
μειωθεί σημαντικά. Το αφήγημα της «ατέλειωτης οδύνης» μέσα στο ευρώ θα ήταν
έωλο και η πραμάτεια των γυρολόγων της δραχμής άξια περιφρόνησης.
* Ο κ.
Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της
Ευρώπης.
Πηγή: kathimerini.gr (εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου