του Κώστα Νικολόπουλου
Εξετάζοντας όμως τη διαχρονική εξέλιξη των διαφόρων εθνών, από το ξεκίνημα κιόλας της ιστορίας του ανθρώπου, διαπιστώνεται, ότι καμία από αυτές τις θεωρίες δεν δίνει ολοκληρωμένες και ικανοποιητικές απαντήσεις.
Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος που μπορεί τελικά να εξηγήσει αυτές τις διαφορές μεταξύ των εθνών;
Ο Ντάρον Ατζέμογλου και ο Τζέημς Ρόμπινσον, απαντούν θετικά στο ερώτημα.
Στο βιβλίο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη», υποστηρίζουν ότι αυτές οι διαφορές οφείλονται στους διαφορετικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, τους οποίους καθιέρωσαν τα διάφορα έθνη στη μακρόχρονη ιστορία τους.
Για να στηρίξουν τη θεωρία τους, εξέτασαν την ιστορική εξέλιξη των θεσμών μιας σειράς εθνών, από τους πρώτους ανθρώπινους πολιτισμούς, μέχρι και τους σύγχρονους.
Τα έθνη τα οποία κατάφεραν και ανέπτυξαν ανοιχτούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, παρουσίασαν μια αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη με ευεργετικά αποτελέσματα για τους ανθρώπους τους.
Αντίθετα, τα έθνη τα οποία δεν κατόρθωσαν να καθιερώσουν, ή να σταθεροποιήσουν ανοιχτούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, αλλά είτε από το ξεκίνημα τους, είτε στη συνέχεια, πορεύτηκαν με κλειστούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, δε μπόρεσαν να αναπτύξουν την οικονομία τους, με αποτέλεσμα οι πολίτες τους να διαβιούν κάτω από άσχημες συνθήκες.
Στις κοινωνίες με κλειστούς θεσμούς, μια μικρή μειοψηφία – ελίτ παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις και οργανώνει την κοινωνία και την οικονομία προς όφελός της και εις βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών.
Έτσι το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα των κοινωνιών με κλειστούς θεσμούς, είναι οι μεγάλες ανισότητες και η υπερσυγκέντρωση πλούτου στα χέρια ελάχιστων ανθρώπων.
Μια σειρά παραγόντων οδήγησαν τα διάφορα έθνη στη μια ή στην άλλη επιλογή.
Βασικό σημείο της θεωρίας, το οποίο υποστηρίζεται με πάρα πολλά ιστορικά παραδείγματα, είναι ότι όταν ένας μεγάλος αριθμός διαφόρων κοινωνικών ομάδων, υιοθέτησε την αναγκαιότητα θέσπισης ανοιχτών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, έξω από το υπάρχον σύστημα εξουσίας, το πέτυχαν, με θεαματικά αποτελέσματα και για την οικονομική ανάπτυξη και για τη δημιουργία οικονομικών ευκαιριών για την πλειοψηφία των πολιτών, τις οποίες αξιοποίησαν για την ριζική βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Στις κοινωνίες αυτές οι κυβερνώντες έχουν ευθύνη απέναντι στους πολίτες και τελούν υπό τον έλεγχο τους. Οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσα από ένα σύστημα ανοιχτών πλουραλιστικών θεσμών, από τους οποίους μεταφέρεται η θέληση των πολλών.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι, ότι η ιστορία δείχνει πως δεν είναι δεδομένο ότι όταν κάποιο έθνος θεσπίσει ανοιχτούς θεσμούς, αυτό παραμένει σε κάθε περίπτωση.
Υπάρχουν παραδείγματα, κατά τα οποία έθνη καθιέρωσαν για κάποια ιστορική περίοδο ανοιχτούς θεσμούς και μεγαλούργησαν, ενώ αργότερα για διάφορους λόγους οι θεσμοί αυτοί αντικαταστάθηκαν με κλειστούς θεσμούς, με αποτέλεσμα είτε να παρακμάσουν, είτε ακόμη και να εξαφανιστούν.
Με βάση λοιπόν, το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό βιβλίο, γεννάται το ερώτημα: Διατρέχουν άραγε κίνδυνο οι σύγχρονες κοινωνίες της Δύσης, τις οποίες χαρακτηρίζουν οι ανοιχτοί πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί, να διολισθήσουν σε κοινωνίες με κλειστούς θεσμούς;
Υπάρχουν σημάδια που πρέπει να μας ανησυχούν;
Μπορεί να αντιμετωπισθεί το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα στο επίπεδο του έθνους – κράτους, σε όλες του τις διαστάσεις;
Αν δεχτούμε ότι ένα σύμπτωμα για μια τέτοια εξέλιξη είναι η ανάπτυξη των ανισοτήτων, τότε θα πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία αυτή έχει ήδη ξεκινήσει, αφού κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι ανισότητες διαρκώς διευρύνονται.
Επίσης, δεν είναι τυχαίο, ότι η συζήτηση για το περίφημο έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης, για τη λήψη των αποφάσεων, τόσο σε επίπεδο εθνών – κρατών, όσο σε επίπεδο περιφερειακών σχηματισμών, όπως η Ε.Ε., αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πλέον στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου.
Ο πρόσφατες αποκαλύψεις για τις υπεράκτιες εταιρίες και για τις μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, για τη συμφωνία TTIP και την αντίστοιχη Περιεκτική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία ΕΕ-Καναδά CETA, ενισχύουν την υπόθεση ότι υπάρχουν πρωτοβουλίες και διεργασίες που προκρίνουν την ανάπτυξη κλειστών πολιτικών και οικονομικών θεσμών και ότι η απρόσκοπτη εξέλιξη της Δημοκρατίας μας με τους ανοιχτούς της θεσμούς, δεν είναι καθόλου δεδομένη.
Αλλά και στην καθημερινότητα, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, παρά τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και τις δυνατότητες που αυτή παρέχει, συχνά ο άνθρωπος νοιώθει ότι προσκρούει σε τοίχους, ή σε κλειστές πόρτες που δε μπορεί να ανοίξει. Όλο και περισσότερο νοιώθει ότι δεν έχει λόγο και δε μπορεί να επηρεάσει καθόλου τη λήψη των αποφάσεων που καθορίζουν τη ζωή του.
Η αιτία της συνεχούς αύξησης της αδιαφορίας και της αποστασιοποίησης από τις κοινές υποθέσεις, μάλλον προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να αναζητηθεί.
Είναι λοιπόν ένα από τα προτάγματα της εποχής μας, ίσως το κυριότερο, η διατήρηση και η διεύρυνση των ανοιχτών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, καθώς και η αντιμετώπιση της τάσης για διαμόρφωση και επικράτηση κλειστών θεσμών;
Μπορεί αυτό το πρόταγμα να γίνει το όχημα, το σχέδιο, η πολιτική πρόταση, με τα οποία θα μπορέσουν οι άνθρωποι σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, να αντιδράσουν και να δώσουν σύγχρονες απαντήσεις στα ερωτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της χειραφέτησης;
Έχουν αναπτυχθεί πολλές
θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί κάποιες κοινωνίες, κάποια έθνη,
προόδευσαν και πρόσφεραν στους πολίτες τους ένα αξιοζήλευτο βιοτικό επίπεδο,
ενώ κάποιες άλλες κοινωνίες, κάποια άλλα έθνη, έμειναν στην υστέρηση και στη
στασιμότητα, καταδικάζοντας τους ανθρώπους τους να ζουν στη φτώχεια, στη μιζέρια
και στη δυστυχία.
Υπάρχουν θεωρίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη διαφορετική εξέλιξη μεταξύ των διαφόρων εθνών με βάση την κουλτούρα, τη γεωγραφία, το κλίμα και τη γνώση, ή την άγνοια, για την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών.
Υπάρχουν θεωρίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη διαφορετική εξέλιξη μεταξύ των διαφόρων εθνών με βάση την κουλτούρα, τη γεωγραφία, το κλίμα και τη γνώση, ή την άγνοια, για την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών.
Εξετάζοντας όμως τη διαχρονική εξέλιξη των διαφόρων εθνών, από το ξεκίνημα κιόλας της ιστορίας του ανθρώπου, διαπιστώνεται, ότι καμία από αυτές τις θεωρίες δεν δίνει ολοκληρωμένες και ικανοποιητικές απαντήσεις.
Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος που μπορεί τελικά να εξηγήσει αυτές τις διαφορές μεταξύ των εθνών;
Ο Ντάρον Ατζέμογλου και ο Τζέημς Ρόμπινσον, απαντούν θετικά στο ερώτημα.
Στο βιβλίο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη», υποστηρίζουν ότι αυτές οι διαφορές οφείλονται στους διαφορετικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, τους οποίους καθιέρωσαν τα διάφορα έθνη στη μακρόχρονη ιστορία τους.
Για να στηρίξουν τη θεωρία τους, εξέτασαν την ιστορική εξέλιξη των θεσμών μιας σειράς εθνών, από τους πρώτους ανθρώπινους πολιτισμούς, μέχρι και τους σύγχρονους.
Τα έθνη τα οποία κατάφεραν και ανέπτυξαν ανοιχτούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, παρουσίασαν μια αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη με ευεργετικά αποτελέσματα για τους ανθρώπους τους.
Αντίθετα, τα έθνη τα οποία δεν κατόρθωσαν να καθιερώσουν, ή να σταθεροποιήσουν ανοιχτούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, αλλά είτε από το ξεκίνημα τους, είτε στη συνέχεια, πορεύτηκαν με κλειστούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, δε μπόρεσαν να αναπτύξουν την οικονομία τους, με αποτέλεσμα οι πολίτες τους να διαβιούν κάτω από άσχημες συνθήκες.
Στις κοινωνίες με κλειστούς θεσμούς, μια μικρή μειοψηφία – ελίτ παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις και οργανώνει την κοινωνία και την οικονομία προς όφελός της και εις βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών.
Έτσι το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα των κοινωνιών με κλειστούς θεσμούς, είναι οι μεγάλες ανισότητες και η υπερσυγκέντρωση πλούτου στα χέρια ελάχιστων ανθρώπων.
Μια σειρά παραγόντων οδήγησαν τα διάφορα έθνη στη μια ή στην άλλη επιλογή.
Βασικό σημείο της θεωρίας, το οποίο υποστηρίζεται με πάρα πολλά ιστορικά παραδείγματα, είναι ότι όταν ένας μεγάλος αριθμός διαφόρων κοινωνικών ομάδων, υιοθέτησε την αναγκαιότητα θέσπισης ανοιχτών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, έξω από το υπάρχον σύστημα εξουσίας, το πέτυχαν, με θεαματικά αποτελέσματα και για την οικονομική ανάπτυξη και για τη δημιουργία οικονομικών ευκαιριών για την πλειοψηφία των πολιτών, τις οποίες αξιοποίησαν για την ριζική βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Στις κοινωνίες αυτές οι κυβερνώντες έχουν ευθύνη απέναντι στους πολίτες και τελούν υπό τον έλεγχο τους. Οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσα από ένα σύστημα ανοιχτών πλουραλιστικών θεσμών, από τους οποίους μεταφέρεται η θέληση των πολλών.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι, ότι η ιστορία δείχνει πως δεν είναι δεδομένο ότι όταν κάποιο έθνος θεσπίσει ανοιχτούς θεσμούς, αυτό παραμένει σε κάθε περίπτωση.
Υπάρχουν παραδείγματα, κατά τα οποία έθνη καθιέρωσαν για κάποια ιστορική περίοδο ανοιχτούς θεσμούς και μεγαλούργησαν, ενώ αργότερα για διάφορους λόγους οι θεσμοί αυτοί αντικαταστάθηκαν με κλειστούς θεσμούς, με αποτέλεσμα είτε να παρακμάσουν, είτε ακόμη και να εξαφανιστούν.
Με βάση λοιπόν, το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό βιβλίο, γεννάται το ερώτημα: Διατρέχουν άραγε κίνδυνο οι σύγχρονες κοινωνίες της Δύσης, τις οποίες χαρακτηρίζουν οι ανοιχτοί πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί, να διολισθήσουν σε κοινωνίες με κλειστούς θεσμούς;
Υπάρχουν σημάδια που πρέπει να μας ανησυχούν;
Μπορεί να αντιμετωπισθεί το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα στο επίπεδο του έθνους – κράτους, σε όλες του τις διαστάσεις;
Αν δεχτούμε ότι ένα σύμπτωμα για μια τέτοια εξέλιξη είναι η ανάπτυξη των ανισοτήτων, τότε θα πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία αυτή έχει ήδη ξεκινήσει, αφού κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι ανισότητες διαρκώς διευρύνονται.
Επίσης, δεν είναι τυχαίο, ότι η συζήτηση για το περίφημο έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης, για τη λήψη των αποφάσεων, τόσο σε επίπεδο εθνών – κρατών, όσο σε επίπεδο περιφερειακών σχηματισμών, όπως η Ε.Ε., αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πλέον στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου.
Ο πρόσφατες αποκαλύψεις για τις υπεράκτιες εταιρίες και για τις μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, για τη συμφωνία TTIP και την αντίστοιχη Περιεκτική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία ΕΕ-Καναδά CETA, ενισχύουν την υπόθεση ότι υπάρχουν πρωτοβουλίες και διεργασίες που προκρίνουν την ανάπτυξη κλειστών πολιτικών και οικονομικών θεσμών και ότι η απρόσκοπτη εξέλιξη της Δημοκρατίας μας με τους ανοιχτούς της θεσμούς, δεν είναι καθόλου δεδομένη.
Αλλά και στην καθημερινότητα, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, παρά τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και τις δυνατότητες που αυτή παρέχει, συχνά ο άνθρωπος νοιώθει ότι προσκρούει σε τοίχους, ή σε κλειστές πόρτες που δε μπορεί να ανοίξει. Όλο και περισσότερο νοιώθει ότι δεν έχει λόγο και δε μπορεί να επηρεάσει καθόλου τη λήψη των αποφάσεων που καθορίζουν τη ζωή του.
Η αιτία της συνεχούς αύξησης της αδιαφορίας και της αποστασιοποίησης από τις κοινές υποθέσεις, μάλλον προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να αναζητηθεί.
Είναι λοιπόν ένα από τα προτάγματα της εποχής μας, ίσως το κυριότερο, η διατήρηση και η διεύρυνση των ανοιχτών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, καθώς και η αντιμετώπιση της τάσης για διαμόρφωση και επικράτηση κλειστών θεσμών;
Μπορεί αυτό το πρόταγμα να γίνει το όχημα, το σχέδιο, η πολιτική πρόταση, με τα οποία θα μπορέσουν οι άνθρωποι σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, να αντιδράσουν και να δώσουν σύγχρονες απαντήσεις στα ερωτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της χειραφέτησης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου