Η συνέντευξη του Κώστα Σημίτη στον Χρήστο Χωμενίδη για το πρώτο
Μνημόνιο και ότι δεν ήταν μονόδρομος πυροδότησε μεγάλη συζήτηση, με τον υπουργό
Οικονομικών εκείνης της ταραχώδους εποχής Γιώργο Παπακωνσταντίνου να δίνει
πειστικές απαντήσεις, επικαλούμενος στοιχεία και αριθμούς μέσα από το βιβλίο
του, «Game Over- Η αλήθεια για την κρίση».
Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά ο κ. Παπακωνσταντίνου μέσα από τον
προσωπικό του λογαριασμό στο facebook:
‘’Μπορούσε να είχε αποφευχθεί το μνημόνιο; Κάποιες
απαντήσεις (με στοιχεία και αριθμούς) από το Game Over (σελίδες 85-88).
«Γι’ αυτούς τους τελευταίους μήνες του 2009
έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά. Μήπως βιαστήκαμε και τρομάξαμε τις
αγορές ανακοινώνοντας ένα δημοσιονομικό έλλειμμα διπλάσιο από αυτό που
ισχυριζόταν η προηγούμενη κυβέρνηση; Μήπως αφήσαμε το έλλειμμα να
ξεφύγει τους τελευταίους μήνες – ακόμα χειρότερα, μήπως το φουσκώσαμε, κατά τη συνωμοσιολογική θεώρηση πολλών,
για να φανεί μεγαλύτερο, ώστε να ενοχοποιήσουμε τους προκατόχους μας;
Μήπως αργήσαμε να λάβουμε μέτρα για να μειωθεί το έλλειμμα;
Η συζήτηση και μόνον ότι έπρεπε – ή ακόμη ότι
μπορούσαμε με κάποιον τρόπο – να κρύψουμε το πρόβλημα παραπέμπει στην
επιθυμία να συνεχιστεί η λαθροχειρία στα στατιστικά στοιχεία της χώρας.
Πώς θα μπορούσαμε να φέρουμε το ζήτημα «στα μαλακά», όταν η ίδια η ΤτΕ
είχε αμέσως μετά τις εκλογές ανακοινώσει πως το έλλειμμα ήταν
τουλάχιστον διπλάσιο από αυτό που ισχυριζόταν η προηγούμενη κυβέρνηση;
Πώς θα μπορούσαμε να υποβάλουμε στη βουλή έναν προϋπολογισμό βασισμένο
σε ψευδή στοιχεία, για να υποχρεωθούμε μετά να παραδεχτούμε την
πραγματικότητα και να χάσουμε έτσι κάθε αξιοπιστία;
Η συνέχιση μιας πολιτικής εξαπάτησης δεν
μπορούσε ποτέ να είναι επιλογή μας. Και θα ήταν πολύ χειρότερα για τη
χώρα αν η νέα κυβέρνηση είχε αποδειχθεί συνεργός σε αυτήν. Και όμως,
αυτή η συζήτηση, που πέτυχε να αποπροσανατολίσει τους πολίτες όλα αυτά
τα χρόνια, καλλιεργείται δυστυχώς ακόμα και σήμερα.
Μήπως ήταν δυνατόν να είχαμε θέσει υπό έλεγχο
το έλλειμμα εκείνο το τελευταίο τρίμηνο του 2009; Μήπως ήταν εφικτό να
κλείσουμε τη χρονιά με μονοψήφιο έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ; Το μαγικό
νούμερο 9,9% έχει εξάψει τη φαντασία πολλών αναλυτών και πολιτικών. Ας
ανατρέξουμε, όμως, πρώτα πρώτα στη λογική. Για ποιον ακριβώς λόγο μια
νεοεκλεγείσα κυβέρνηση να επιθυμεί να εμφανίσει το έλλειμμα τόσο πολύ
υψηλότερο από το πραγματικό; Για να αναγκαστεί στη συνέχεια να λάβει
περιοριστικά μέτρα και να πληγεί η δημοτικότητά της; Για να υποστεί
ακόμα μεγαλύτερη κριτική στο Γιούρογκρουπ; Αν υπήρχε πολιτική
σκοπιμότητα, ένα έλλειμμα της τάξης του 10% του ΑΕΠ (έστω, 9,9%) θα ήταν
υπεραρκετό για να εκθέσει την προηγούμενη κυβέρνηση. Το 12,5% ήταν
δυστυχώς πραγματικό.
Αλλά υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα των
αριθμών. Συγκρίνοντας το ύψος του συνολικού δημόσιου χρέους (το οποίο
αντιστοιχεί σε δανεισμό και συνεπώς είναι μη αμφισβητήσιμο) στο τέλος του
2009 με ένα έτος νωρίτερα, η διαφορά είναι 36 δις ευρώ, το οποίο
αντιστοιχεί και στο τελικά καταγεγραμμένο έλλειμμα του 2009. Με ποιον
ακριβώς τρόπο συνεπώς «φουσκώσαμε» το έλλειμμα του 2009, όταν το χρέος
αυξήθηκε την ίδια χρονιά κατά το ποσό αυτό;
Υπήρχαν άραγε τρόποι να συγκρατηθεί το έλλειμμα
πολύ χαμη- λότερα – ας πούμε στο μαγικό 9,9% – το τελευταίο τρίμηνο του
έτους; Τα αριθμητικά δεδομένα είναι και πάλι αμείλικτα. Το ταμειακό
έλλειμμα μέχρι τον Οκτώβριο, καταγεγραμμένο επίσημα από την ΤτΕ, ήταν
ήδη 10% του ΑΕΠ. Κάθε μήνα, το έλλειμμα αυξανόταν με ρυθμό άνω της μίας
μονάδας του ΑΕΠ. Με αυτήν τη δυναμική, ήταν αδύνατο να καταλήξει στο
τέλος του έτους σε επίπεδο χαμηλότερο του 13-14% του ΑΕΠ. Παράλληλα, μισθοί,
συντάξεις και δώρα έπρεπε να πληρωθούν στο τελευταίο τρίμηνο· και όσο η
ύφεση βάθαινε τόσο τα έσοδα αδυνάτιζαν. Συνεπώς, ακόμα και η αρχική
εκτίμηση για ετήσιο έλλειμμα στο 12,5% του ΑΕΠ ήταν αισιόδοξη.
Προσπαθήσαμε να περιορίσουμε τη ζημιά ή αφήσαμε
το έλλειμ- μα να ξεφύγει μετά τις εκλογές; Ναι, καταβάλαμε κάθε
προσπάθεια στο διάστημα που είχαμε έως το τέλος του έτους. Συγκρατήσαμε
τις λειτουργικές δαπάνες του ∆ημοσίου, αυξήσαμε τα τέλη κυκλοφορίας,
ακυρώσαμε δαπανηρά προγράμματα, όπως την επιδότηση για απόσυρση παλαιών
αυτοκινήτων. Με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των δαπανών, όμως, να
αποτελείται από μισθούς, συντάξεις και άλλες κοινωνικές δαπάνες, τα
περιθώρια παρέμβασης ήταν ελάχιστα.
Για να μειωθεί το έλλειμμα κατά 3 ποσοστιαίες
μονάδες την περίοδο Οκτωβρίου-∆εκεμβρίου, θα έπρεπε από την πρώτη ημέρα
μετά τις εκλογές να γίνουν περικοπές περίπου 7 δις ευρώ. Με τη συνολική
μισθοδοσία και τις συντάξεις του δημόσιου τομέα στα 30 δις ευρώ, αυτό θα
σήμαινε να μην πληρωθούν καθόλου μισθοί και συντάξεις το τελευταίο
τρίμηνο. Όχι να αναβληθούν οι πληρωμές – να μη γίνουν καθόλου.
∆εν μπορείς να σταματήσεις ένα φορτηγό με
σπασμένα φρένα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Εάν κάποιος θέλει να
μειώσει το έλλειμμα, λαμβάνει μέτρα στην αρχή του έτους. ∆εν περιμένει
τον Οκτώβριο. Το τελευταίο τρίμηνο, η συνολική δημοσιονομική εικόνα του
έτους έχει ήδη διαμορφωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της.
Μήπως, όμως, αργήσαμε να ανακοινώσουμε σοβαρά
μέτρα για να μειωθεί το έλλειμμα της επόμενης χρονιάς, του 2010; Στον
προϋπολογισμό που κατατέθηκε μερικές μόλις εβδομάδες μετά τις εκλογές,
η νέα κυβέρνηση δεσμεύτηκε για τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που
είχε ποτέ ανακοινωθεί, 3,3% του ΑΕΠ στο προσχέδιο και 3,6% στο τελικό
σχέδιο. Και, σε αντίθεση με το παρελθόν, ο στόχος υποστηριζόταν από
συγκεκριμένα μέτρα. Είναι βέβαια αλήθεια πως εκείνη τη στιγμή η απόδοση
κάποιων μέτρων ήταν αβέβαιη, ενώ άλλα δεν ήταν «μόνιμα μέτρα», ικανά
να ελέγξουν ουσιαστικά τη δυναμική των δαπα- νών. Στο χρονικό εκείνο
σημείο, δεν είχαμε ακόμα ανακοινώσει μέτρα «σοκ και δέους», όπως οι
μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις που ήρθαν αργότερα. Υπερεκτιμήσαμε τη
δυνατότητα να καταφέρουμε μείωση 4 σχεδόν ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ με
τα μέτρα συμμαζέματος που προτείναμε, και οι αγορές το αντιλήφθηκαν αυτό.
Αυτή η στάση απηχούσε και μια πραγματικότητα την
οποία έχει εκφράσει καλύτερα απ’ όλους ο μεγάλος Φρανσουά Μιτεράν.
«Πρέπει να δώσει κανείς χρόνο στον χρόνο», είχε πει. Ριζικές αλλαγές
δύσκολα γίνονται από τη μία μέρα στην άλλη· χρειάζεται χρόνος για να
εμπεδωθεί η αναγκαιότητα αυτών που πρέπει να γίνουν και ακόμα
περισσότερος χρόνος για να γίνουν αυτά αποδεκτά.
Όμως, οι όποιες δυσκολίες τους τελευταίους
μήνες του 2009 στο να γίνει απολύτως κατανοητή η κατάσταση της χώρας, δεν
έκαναν καμία απολύτως διαφορά στο τελικό αποτέλεσμα της προσφυγής της
χώρας στη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων και του ∆ΝΤ. Ήταν ήδη αργά για
τη χώρα.
Στο σημείο εκείνο, οι αγορές δεν αναζητούσαν
απλώς μια πιο πειστική στρατηγική δημοσιονομικής προσαρμογής· γνώριζαν
πως ακόμα και μια άριστη παρόμοια στρατηγική θα χρειαζόταν χρόνο για να
αποδώσει, και πως η υλοποίησή της θα ενείχε σημαντικούς οικονομικούς,
κοινωνικούς και πολιτικούς κινδύνους. Αυτό που ζητούσαν όλο και πιο
καθαρά ήταν μια εγγύηση ότι εάν τα πράγματα έφταναν στα άκρα, η
Ευρωζώνη δεν θα επέτρεπε την πτώχευση ενός κράτους-μέλους. Αυτού του
είδους η δέσμευση δεν υπήρχε, και δεν θα διαφαινόταν για πολλούς μήνες
ακόμα»’’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου