Πρώτον, αυτή η πρόταση δίνει την εντύπωση ότι το πρόβλημα που
αντιμετωπίζουμε είναι το μνημόνιο, και ότι μας το φόρτωσαν ενώ δεν το
χρειαζόμασταν. Όμως το μνημόνιο δεν είναι το πρόβλημα αλλά η συνέπεια του
προβλήματος. Άρα όσοι μας μιλάνε λες και το πρόβλημα είναι το μνημόνιο μας
κοροϊδεύουν για να μας αποπροσανατολίσουν από το πραγματικό πρόβλημα που είναι
το πελατειακό κράτος που μας χρεοκόπησε. Για περισσότερα δεδομένα του πως την
δεκαετία του 2000 έγινε τεράστιο πελατειακό πάρτι με δανεικό χρήμα με αποτέλεσμα
η χώρα μας να παραδοθεί στην κρίση δείτε εδώ.
Το δεδομένο είναι ότι στις αρχές του 2010 η Ελλάδα χρεοκόπησε με την έννοια
ότι οι αγορές σταμάτησαν να την δανείζουν. Και σταμάτησαν να την δανείζουν
διότι φοβήθηκαν ότι η Ελλάδα δεν θα πλήρωνε τα χρέη της και θα έχαναν τα
χρήματά τους (όπως πράγματι συνέβη μετά από δυο χρόνια με το PSI).
Παρεμπιπτόντως όταν λέμε “αγορές” εννοούμε τους πιστωτές που αγοράζουν κρατικά
ομόλογα που είναι κυρίως τράπεζες (που χρειάζονται ασφαλείς επενδύσεις για τα
χρήματα των καταθετών τους) και ασφαλιστικά ταμεία (που χρειάζονται ασφαλείς
επενδύσεις για τα χρήματα των εργαζομένων).
Δεύτερον, όταν οι αγορές σταμάτησαν να μας δανείζουν η κυβέρνησή μας έπρεπε
να βρει χρήματα για να χρηματοδοτηθεί και για να μην καταρρεύσει η χώρα. Για να
αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος, το 2009 το πρωτογενές έλλειμμα (δηλ.
πόσο πάνω από τα έσοδά της ξόδευε η κυβέρνηση και χωρίς να βάρος εξυπηρέτησης
του δημόσιου χρέους) ήταν 24 δις, ποσό που χρηματοδότησε με κρατικά δάνεια. Για
να αντιληφθούμε το μέγεθος του αριθμού, 24 δις πρωτογενές έλλειμμα είναι σαν να
λέμε ότι η κυβέρνηση το 2009 μοίραζε σε κάθε ελληνική οικογένεια 700 ευρώ το
μήνα δανεικά χρήματα. Το συνολικό έλλειμμα του 2009 που χρηματοδοτήθηκε
με δανεικά ήταν 36 δις, και γι’ αυτό σε ένα μόνο έτος το δημόσιο χρέος μας αυξήθηκε από 265
δις στα 301 δις.
Αν λοιπόν το 2010 δεν βρισκόταν τρόπος να χρηματοδοτηθεί το κράτος τότε
άμεσα και νομοτελειακά θα μειωνόντουσαν μισθοί και συντάξεις πολύ περισσότερο
απ’ ότι μειώθηκαν με το μνημόνιο. (Το 2010 η κυβέρνηση χρησιμοποίησε περίπου 8
δις του μνημονίου για μισθούς και κοινωνικές παροχές, χρήματα που χωρίς το
μνημόνιο δεν θα είχαν πληρωθεί [1].) Επίσης θα κουρευόντουσαν οι καταθέσεις
(των οικογενειών, των επιχειρήσεων, της κυβέρνησης) καθώς δεν θα υπήρχαν
χρήματα για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Χωρίς το μνημόνιο θα ζούσαμε μια
ξαφνική βιβλική καταστροφή. Η χώρα μας λοιπόν το 2010 χρειάστηκε το μνημόνιο
για να αποφύγει μια πολύ μεγαλύτερη φτωχοποίηση. Το πόσο απαραίτητη είναι η
συνεχής χρηματοδότηση μιας χώρας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση
Τσίπρα παρότι τον Ιανουάριο του 2015 είχε παραλάβει την χώρα χωρίς πρωτογενές έλλειμμα λίγους
μήνες αργότερα επέλεξε να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο επειδή λόγω του φιάσκου
της “σκληρής διαπραγμάτευσης” τα πράγματα επιδεινώθηκαν και ήταν πλέον αδύνατον
η χώρα να βγει στις αγορές.
Τέλος, τρίτον, ως προς το κύριο θέμα με τις γαλλικές και γερμανικές
τράπεζες:
Πρώτα να δούμε το πλαίσιο των εξελίξεων: Η παγκόσμια κρίση που έσκασε το
2007-2008 πυροδοτήθηκε από την κατάρρευση των λεγόμενων δομημένων ομόλογων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ.
Οι αμερικάνικες τράπεζες είχαν τεράστιες απώλειες και βρέθηκαν στα πρόθυρα της
χρεοκοπίας, οπότε η αμερικανική κυβέρνηση για να αποφύγει το ενδεχόμενο
τραπεζικής κατάρρευσης που θα παρέσυρε και όλη την οικονομία υποστήριξε τις
τράπεζες με τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος (η άμεση ανακεφαλαιοποίηση ήταν της
τάξης των 700 δις όμως σύμφωνα με μερικούς υπολογισμούς το συνολικό ύψους
κρατικής υποστήριξης στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ ήταν 7,8 τρισεκατομμύρια δολάρια, ή περίπου το 50% του ΑΕΠ).
Η κρίση άρχισε μεν στις ΗΠΑ το 2007-8 αλλά σχεδόν άμεσα μεταδόθηκε και στην
Ευρώπη διότι πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν πάρει μέρος στο ίδιο επικερδές
εμπόριο των δομημένων ομολόγων της αμερικανικής αγοράς (αλλά όχι οι ελληνικές
τράπεζες που ήταν σχετικά υγιείς). Μπρος στον κίνδυνο τραπεζικής κατάρρευσης,
οικονομικά ισχυρά κράτη όπως Γαλλία και Γερμανία ακολούθησαν τις ΗΠΑ στον ίδιο
αυτονόητο δρόμο διάσωσης του τραπεζικού συστήματος. Όμως οικονομικά λιγότερο
ισχυρές χώρες όπως π.χ. Ιρλανδία και Ισπανία δεν είχαν επαρκή πρόσβαση στις
αγορές για να αντλήσουν τα απαραίτητα κεφαάλαια με αποτέλεσμα να χρειαστούν
μνημονιακή βοήθεια. Πρέπει να ξέρουμε ότι στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη που
χρειάστηκαν μνημόνιο το αίτιο ήταν η χρεοκοπία του τραπεζικού τους συστήματος
και όχι η χρεοκοπία της κυβέρνησης όπως στην χώρα μας.
Τι σχέση έχουν λοιπόν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες με το δικό μας
μνημόνιο; Στην ουσία καμία, αλλά ωφελήθηκαν με την εξής έννοια: Μεταξύ πολλών
άλλων κρατών οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες ήταν εκτεθειμένες και σε
ομόλογα του ελληνικού κράτους το οποίο στις αρχές του 2010 ήταν στα πρόθυρα
άτακτης χρεοκοπίας, δηλ. είχε μείνει εκτός αγορών και άρα χωρίς την δυνατότητα
να ξεπληρώνει παλαιότερα ομόλογα με καινούργια δάνεια που θα αντλούσε από
αυτές. Σε σχέση με το συνολικό πρόβλημα της κρίσης η έκθεση των γαλλικών και
γερμανικών τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα ήταν μικρή, συνολικά περίπου 30 δις ή
9% το κεφαλαίου τους. Σε σύγκριση οι ελληνικές τράπεζες ήταν πολύ πιο
εκτεθειμένες στα 56 δις και 230% του κεφαλαίου τους:
Μπρος σε αυτή την κατάσταση γαλλικές και γερμανικές τράπεζες “ξεφόρτωναν”
στην δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα, δηλαδή τα πουλούσαν κάτω της
ονομαστικής τους αξίας (με έκπτωση περί του 30%) σε ιδιώτες επενδυτές υψηλού
ρίσκου (κοινώς, κερδοσκόπους). Αυτό το ξεπούλημα είχε αρχίσει ήδη πριν το 2010
και ήταν ένας από τους λόγους ότι τα λεγόμενα “spread” των ελληνικών ομολόγων
αυξήθηκαν, και το οποίο ήδη από το 2008 έκανε πιο ακριβή και άρα πιο δύσκολη
την δανειοδότηση του ελληνικού δημοσίου [2]. Όμως το 2010 είχαν ακόμα πολλά
ελληνικά ομόλογα στην κατοχή τους και αν συνέχιζαν το ξεφόρτωμα ή αν η Ελλάδα
κήρυττε άτακτη χρεοκοπία δηλώνοντας ότι δεν θα τα πληρώσει (και άρα κλείνοντας
και τις δυνατότητες ξεφορτώματος) τότε οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες θα
είχαν ακόμα μεγαλύτερες απώλειες. Όμως μνημόνιο επέτρεψε την ελληνική κυβέρνηση
να συνεχίζει να εξυπηρετεί κανονικά το δημόσιο χρέος της προς όλους τους πιστωτές,
όπως γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, ελληνικές τράπεζες, ελληνικά ασφαλιστικά
ταμεία, μικροομολογιούχους ιδιώτες (περίπου το 1/2 του δημόσιου χρέους ήταν με
Έλληνες πιστωτές). Το μνημόνιο λοιπόν πράγματι ωφέλησε τις γαλλικές και
γερμανικές τράπεζες. Σε σύγκριση όμως με αυτές οι ελληνικές τράπεζες ευνοήθηκαν
πολύ περισσότερο από το μνημόνιο, για την ακρίβεια δυο φορές περισσότερο σε
απόλυτους αριθμούς και 25 φορές περισσότερο σε σχέση με το μέγεθός τους.
Ωφελήθηκαν και τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία που επίσης κατείχαν ομόλογα του
ελληνικού δημοσίου τα οποία η ελληνική κυβέρνηση χάρη στο μνημόνιο μπόρεσε να
εξυπηρετήσει, καθώς και οι μικρότεροι ιδιώτες μικροομολογιούχοι. Όλοι αυτοί
ωφελήθηκαν μέχρι που δυο χρόνια αργότερα (όταν πλέον κατέστη αναπόφευκτο
οικονομικά και εφικτό πολιτικά) ενεργοποιήθηκε το PSI με το οποίο κουρεύτηκε το
50% της ονομαστικής αξίας (αλλά ένα πολύ μικρότερο ποσοστό της πραγματικής
αξίας) των ομολόγων που ακόμα είχαν μείνει στα χέρια του ιδιωτικού τομέα
(κυρίως ξένων και ντόπιων τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων αλλά και πολλών
κερδοσκόπων).[3]
Οι αντιμνημονιακοί (που το μόνο τους ενδιαφέρει είναι να κοροϊδέψουν τον
ελληνικό λαό για να μην εφαρμοστούν τα μέτρα που καταργούν τα προνόμιά τους)
εκμεταλλεύθηκαν το δεδομένο ότι το μνημόνιο ωφέλησε τις γαλλικές και οι
γερμανικές τράπεζες αποσιωπώντας ότι ωφέλησε πολύ περισσότερο ακόμα τις
ελληνικές τράπεζες (και άρα την ελληνική οικονομία) για να φτάσουν χωρίς καμία
βάση στην λογική να υποστηρίξουν ότι ο λόγος του μνημονίου ήταν η “διάσωση” των
γαλλικών και γερμανικών τραπεζών. Είδαμε επάνω γιατί αυτό δεν ισχύει. Αλλά για
να καταλάβουμε το πόσο παράλογη είναι η ιδέα, ας υποθέσουμε ότι πράγματι αυτό
που ήθελαν οι γαλλικές και γερμανικές κυβερνήσεις ήταν να σώσουν τις τράπεζές
τους (και γι’ αυτό εφήυραν το μνημόνιο). Δεν θα μπορούσαν να τις σώσουν με πολύ
λιγότερα χρήματα, με πολύ λιγότερο ρίσκο, και με πολύ λιγότερο πολιτικό κόστος
δίνοντας τα δικά τους χρήματα κατευθείαν στις δικές τους τράπεζες; Αντί,
παραβιάζοντας την κοινή γνώμη στις χώρες τους αλλά και παραβιάζοντας την γνώμη
πολλών οικονομολόγων, να δώσουν ένα πολλαπλάσιο ποσό στην Ελλάδα έτσι ώστε η
Ελλάδα με ένα μέρος αυτών των χρημάτων να εξυπηρετεί το χρέος της προς τις
γαλλικές και γερμανικές τράπεζες; [4]
Ποιος τότε ήταν ο λόγος που οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης ενέκριναν τον
μεγάλη δανειακή βοήθεια προς την Ελλάδα; Που έδωσαν όχι μόνο Γερμανία και
Γαλλία αλλά και χώρες φτωχότερες από την δική μας που δανείζονται με υψηλότερα
επιτόκια; Είναι ο ίδιος για τον οποίον ενέκριναν τα μνημονιακά δάνεια προς τις
άλλες χώρες της Ευρωζώνης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρο): Από την
επιτυχία του ιστορικού εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης εξαρτάται η
μελλοντική ευημερία, ασφάλεια και πολιτιστική ανεξαρτησία όλων των λαών της
Ευρώπης. Αυτό το εγχείρημα περνάει από την χρήση ενιαίου νομίσματος, του ευρώ.
Η αξία ενός νομίσματος εξαρτάται από την εμπιστοσύνη που εμπνέει, και η
κατάρρευση μιας εθνικής οικονομίας στην ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να έχει
απρόβλεπτες συνέπειες μετάδοσης σε άλλα κράτη επιδεινώνοντας σημαντικά την
κρίση της ευρωζώνης. Γι’ αυτό τον λόγο λοιπόν εγκρίθηκε η βοήθεια προς την χώρα
μας, παρότι η ελληνική κρίση ήταν συνέπεια της τεράστιας παραβίασης των
νομισματικών ευθυνών της χώρας μας καθώς και της στατιστικής εξαπάτησης των
ευρωπαϊκών θεσμών. Έτσι αντί για μέγιστο 3% έλλειμμα που είχαμε δεσμευθεί
σύμφωνα με το συνθήκη του Μάαστριχτ, το 2009 το έλλειμμα της ελληνικής
κυβέρνησης όπως αποδείχθηκε ήταν 15%. Και αυτό όταν η ελληνική κυβέρνηση στην
αρχή του χρόνου επίσημα υποστήριζε ότι θα ήταν 4% και ακόμα και τον Οκτώβρη
επέμενε θα ήταν 6% (διαβάστε εδώ τα
δεδομένα γι’ αυτή την ντροπιαστική ιστορία που εξευτέλισε διεθνώς την χώρα
μας). Ο στόχος λοιπόν της τεράστιας βοήθειας που δόθηκε όχι μόνο στην στήριξη
της Ελλάδας αλλά και των άλλων τεσσάρων κρατών ήταν η διασφάλιση του μεγάλου
ιστορικού εγχειρήματος που αφορά των επόμενων γενεών των λαών της Ευρώπης. Και
όχι φυσικά το βραχυπρόθεσμο όφελος κατά μονοψήφια δις του ισολογισμού των
γαλλικών και γερμανικών τραπεζών.
Σημειώσεις:
[1] Εδώ ο υπολογισμός: Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 2010 το πρωτογενές έλλειμμα ήταν
12,1 δις σε ένα σύνολο πρωτογενών δαπανών 105,4 δις εκ των οποίων 28,1 δις ήταν
για μισθοδοσία και 40,1 δις για κοινωνικές παροχές σε χρήμα, δηλ. το
64.7% του συνόλου. Με χρήματα το μνημονίου χρηματοδοτήσαμε το πρωτογενές
έλλειμμα των 12,1 δις και άρα ποσοστιαία χρηματοδοτήθηκαν 7,8 δις μισθών και
κοινωνικών παροχών (64,7%*12,1 = 7,8 δις). Για να μετρήσουμε το μέγεθος της
βοήθειας: Αν υποθέσουμε ότι οι μισές ελληνικές οικογένειες έχουν κάποιο
εισόδημα από συντάξεις ή μισθούς του δημοσίου προκύπτει ότι αυτές χάρη στο
μνημόνιο είχαν επιπλέον εισόδημα 470 ευρώ το μήνα κατά μέσο όρο (=
7,8 δις / 11.000.000 * 4 * 2 / 12 ). Και εδώ δεν υπολογίζουμε ότι χωρίς το
μνημόνιο δεν θα είχαν εξυπηρετηθεί τα ομόλογα που κατείχαν τα ελληνικά ταμεία
και άρα οι συντάξεις θα είχαν μειωθεί ακόμα περισσότερο. Oύτε θα είχαν
ανακεφαλαιοποιηθεί οι τράπεζες και άρα ο κόσμος θα έχανε ένα σημαντικό μέρος
των καταθέσεών του.
[2] Το 2008 ήταν το έτος που η ΝΔ μας μιλούσε για “θωρακισμένη οικονομία”
και έβγαζε διαφημιστικά σποτ με πράσινα παπαγαλάκια που κινδυνολογούσαν
ότι ερχόταν οικονομική κρίση.Όμως υπήρχαν και μερικές φωνές στον δημόσιο
διάλογο για τον κίνδυνο που ερχόταν, όπως π.χ. του Σημίτη στην βουλή.
[3] Σε αυτό το πλαίσιο ο αναγνώστης ίσως αναρωτηθεί γιατί να μην πληρωθούν
μόνο οι Έλληνες πιστωτές και να κουρευτούν (δηλ. να μην πληρωθούν) οι ξένοι. Η
απάντηση είναι ότι για νομικούς λόγους κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, αλλά και να
ήταν νομικά δυνατό ανοίγουμε μια εκτός πραγματικότητας συζήτηση: Το 2010 η
ελληνική κυβέρνηση δεν είχε χρήματα ούτε καν για να πληρώσει μισθούς και
συντάξεις, και πολύ λιγότερο για να εξυπηρετήσει τα περίπου 150 δις που
χρωστούσε σε Έλληνες πιστωτές.
Παρεμπιπτόντως, άλλο αντιμνημονιακό επιχείρημα είναι ότι το PSI έπρεπε να
γίνει από την αρχή της κρίσης όπως ζητούσε το ΔΝΤ. Είναι ενδιαφέρον να
παρατηρεί κανείς την ασυναρτησία από την μία οι αντιμνημονιακοί να
επιχειρηματολογούν ότι κακώς έγινε το PSI και μετά να επιχειρηματολογούν ότι
έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα. Εδώ ένα άρθρο της Εγκυκλοπαίδειας γι’ αυτό το
θέμα.
[4] Πόσο “πολλαπλάσιο”; Εδώ ένας γρήγορος υπολογισμός: Το 2010 το δημόσιο χρέος της ελληνικής
κυβέρνησης ήταν 300 δις, από το οποίο όπως είδαμε τα 30 δις, ή το
10%, ήταν με γαλλικές και γερμανικές τράπεζες. Το 2010 οι ανάγκες εξυπηρέτησης
του δημόσιου χρέους ήταν περίπου 30 δις (10 δις τόκοι και 20 δις χρεολύσια - προϋπολογισμός του 2009). Αναλογικά λοιπόν το 10% των
τοκοχρεολυσίων, δηλ. 3 δις, θα έπρεπε να πληρωθούν στις γαλλικές και γερμανικές
τράπεζες το 2010. Σύμφωνα λοιπόν με το αντιμνημονιακό επιχείρημα για ελληνικά
ομόλογα ονομαστικής αξίας 30 δις (αλλά μόνο περίπου 20 δις σε αγοραστική αξία)
που κατείχαν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες και για προϋπολογισμένα έσοδα
της τάξης των 3 δις το έτος - οι αντίστοιχες κυβερνήσεις ενέκριναν ένα πρώτο
μνημονικό δάνειο 110 δις για την Ελλάδα και λίγο αργότερα άλλο δάνειο 130 δις.
Είναι σαν να υποστηρίζουμε ότι κάποιος αποφάσισε να πάει από την Αθήνα στην
Θεσσαλονίκη διότι ήθελε να φτάσει στην Λαμία.
Άλλος ένας γρήγορος υπολογισμός: Χοντρικά από το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο
αποταμιεύτηκαν 200 δις εκ των οποίων τα μισά χρησιμοποιήθηκαν στην εξυπηρέτηση
του δημόσιου χρέους, άρα περίπου 20 δις έφτασαν στις γερμανικές και γαλλικές
τράπεζες. Αλλά ακόμα και αν η Ελλάδα είχε από την πρώτη στιγμή κουρέψει το 50%
του χρέους της η συνολική ζημιά για τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες θα
ήταν το 50% της έκθεσής, ή με άλλα λόγια τα 15 δις θα τα έπαιρναν ούτως ή
άλλως. Το όφελος λοιπόν που το μνημόνιο απέφερε στις γαλλικές και γερμανικές
τράπεζες ήταν μεταξύ 5 και 10 δις ευρώ, ένα πολύ μικρό μέρος των 200 δις των
πρώτων δυο μνημονίων ή 280 δις αν υπολογίσουμε και το τρίτο.
Διανέλος Γεωργούδης, Δεκέμβρης 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου