Το κείμενο αυτό του 2012 αποτελείται εν μέρει από μια βιβλιοπαρουσίαση και αποσπάσματα από δημοσιευμένα άρθρα στον ημερήσιο τύπο.
Η χώρα βυθίζεται στην οργή και τον φόβο, την απόγνωση και την κατάθλιψη, τη βία και την ανομία. Δεν ξέρουμε τι μας συνέβη, ποιος ευθύνεται, τι πρέπει να κάνουμε. Μέσα σε τούτη τη σύγχυση, μερικοί βρήκαν τον αποδιοπομπαίο τράγο: η «γενιά του Πολυτεχνείου».
Σίγουρα η μομφή ότι φταίει η «γενιά του Πολυτεχνείου» για τα σημερινά δεινά δεν είναι το σοβαρότερο από όσα λέγονται και διαδραματίζονται καθημερινά, και ως εκ τούτου μπορούμε να την παρακάμψουμε. Αντιδρώ, όμως, ενστικτωδώς, διότι σχετικώς πρόσφατα έφυγαν από κοντά μας πολύ αξιοπρεπείς και αγαπημένοι συναγωνιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι μόνο αυτή η αιτία της αντίδρασής μου. Έχω στα χέρια μου τα πονήματα δύο φίλων, ένα εκτενές δοκίμιο του Χ. Ιορδάνογλου και το πρόσφατο βιβλίο του Χ. Ζαφείρη.[1] Τα κείμενα αυτά αποδεικνύουν ότι το φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα της εποχής δεν ήταν ένα γενικό και αόριστο πράγμα. Υπήρχαν ονοματεπώνυμα και πρόσωπα. Φέρνοντας στο μυαλό τη μετέπειτα διαδρομή τους, ξέρουμε με βεβαιότητα ότι φέρθηκαν σαν άνθρωποι με σάρκα και οστά, με τα καλά και τα κακά τους, αλλά δεν ξευτελίστηκαν.
Ούτε χρονικό των γεγονότων θέλω να γράψω, ούτε να εμπλακώ σε μια σχολαστική και λίαν ανούσια συζήτηση περί γενεών. Δεν θέλω να γράψω για τον εκφυλισμό του εορτασμού της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Τα έχουν επισημάνει άλλοι πολύ εύστοχα αυτές τις μέρες. Δεν με ενδιαφέρουν επίσης ούτε οι άναρθρες κραυγές του νεοναζιστικού νεαντερνταλισμού, ούτε η ανυπόφορα συμπλεγματική στάση πολλών (ακρο)δεξιών για το Πολυτεχνείο. Θέλω με αφορμή αυτή την κατηγορία, να διατυπώσω ορισμένες γενικότερες σκέψεις.
Η μομφή ότι φταίει η «γενιά του Πολυτεχνείου» για τα σημερινά δεινά, πιστεύω, είναι εκδήλωση μιας γενικευμένης ανθρωποφαγίας, του ανελέητου πολέμου «όλοι εναντίον όλων» που καιρός είναι να καταλαγιάσει αν θέλουμε να προχωρήσουμε. Είναι επίσης αποτέλεσμα διανοητικής νωθρότητας, σκοπιμοτήτων και φανατισμού και ως τέτοια εξ ορισμού εσφαλμένη. Πριν χαθεί ο έλεγχος, είναι χρήσιμο να αναστοχαστούμε την πορεία που μας έφερε στα σημερινά αδιέξοδα ώστε να αποφασίσουμε προς τα πού μπορούμε να πάμε.
Λίγο-πολύ, όλοι συμφωνούμε ότι η «μεταπολίτευση» τέλειωσε. Μπορούμε ψύχραιμα να αποτιμήσουμε πού βρισκόμασταν το ‘74, τι πετύχαμε στο μεσοδιάστημα και ποια είναι η σημερινή μας αφετηρία; Μήπως, βγαίνοντας από τη δικτατορία, η χώρα ήταν πολλαπλώς υπανάπτυκτη και συγχρόνως κουβαλούσε ολοζώντανα τα πάθη ενός εμφυλίου και μιας μετεμφυλιακής ανωμαλίας; Τώρα που έφυγε το λούστρο της ανέρειστης ευημερίας μας, καταλάβαμε ότι η χώρα δεν είναι τόσο οικονομικά αναπτυγμένη όσο πιστεύαμε. Βλέποντας όσα συμβαίνουν γύρω μας, πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε αν υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας, αν υπάρχει ένας βαθμός πολιτικής, και κατά μείζονα λόγο πολιτιστικής, υπανάπτυξης. Παρά την πρωτοφανή ελευθερία (έως ασυδοσία) που ζήσαμε και τις σημαντικές κατακτήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα σαράντα χρόνια βίου της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, φαίνεται πως κάτω από το λούστρο της ευμάρειας κρύφτηκαν, σκόπιμα ή μη, χρόνιες αδυναμίες. Και μήπως, εντέλει, έχουμε τρομάξει, βλέποντας να βγαίνουν στην επιφάνεια χαρακτηριστικά του εαυτού μας από τα οποία νομίζαμε πως είχαμε οριστικά απαλλαγεί και μέσα στα οποία αυτοπαγιδευόμαστε μέρα με τη μέρα;
Η γενιά του Πολυτεχνείου: πρώτη εκδοχή
Όταν λέμε «γενιά του Πολυτεχνείου» τι εννοούμε; «Γενιά του Πολυτεχνείου» ήταν όσοι πήραν μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα; Ή ήταν όλοι εκείνοι, οι νέοι της εποχής ουσιαστικά, που μπήκαν μαζικά μετά τη μεταπολίτευση στις πολιτικές νεολαίες;
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, γενιά του Πολυτεχνείου ήταν αυτοί οι οποίοι πήραν μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Αρκετοί το γνωρίζουν, αλλά δεν είναι ευρύτερα γνωστό, ότι, πρώτον, το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα κράτησε απελπιστικά λίγο, ουσιαστικά έναν χρόνο, αν το τραβήξουμε λίγο φθάνει τους 20 μήνες. Συνεπώς, δεν πρόλαβε να χάσει την «αθωότητά» του. Δεύτερον, η ιδέα των μεγάλων αριθμών είναι ένας από τους μύθους της μεταπολίτευσης. Όσοι συμμετείχαν ενεργά, δεν ήταν πολλοί, ήταν λίγοι—πολλαπλασιάστηκαν μεν απότομα τις ημέρες της κατάληψης, αλλά ουδέποτε θα μάθουμε τι θα συνέβαινε αν δεν είχε υπάρξει η βίαιη καταστολή. Τρίτον, αν από αυτούς αφαιρεθούν πολλοί που αποτραβήχτηκαν οικειοθελώς από τα κοινά, μένουν λίγοι, και ουδείς μπορεί να υποστηρίξει πειστικά ότι αυτοί μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιαστικά τη μετέπειτα πορεία της χώρας.
Κυρίως δεν ευθύνεται για το φωτοστέφανο «ήρωες». Ο χαρακτηρισμός επινοήθηκε στη μεταπολίτευση, τον αποδέχθηκε μια κοινωνία με ενοχές, και μια ανερχομένη μεσαία τάξη τον απένειμε με περηφάνια στο «σπλάγχνο των σπλάγχνων» της. Δεν μπορεί, όμως, να έχει απαίτηση να μη συμπεριφέρομαι σε τούτη τη ζωή ως κανονικός άνθρωπος, ως άνθρωπος με σάρκα και οστά. Και κυρίως δεν μπορεί να χρησιμοποιεί το στερεότυπό της για να με κρίνει, και σκόπιμα να αγνοεί το προφανές: νέοι ήμασταν, των οποίων τα φοιτητικά χρόνια συνέπεσαν με μια στρατοκρατική χούντα, έλλειψη ελευθερίας και δημοκρατίας και μια γενικευμένη αθλιότητα. νέοι, που δεν είχαν πλήρη συναίσθηση των κινδύνων και που πήραν μέρος σε έναν αγώνα γιατί πραγματικά αυτό ένιωσαν ότι έπρεπε να κάνουν, και καλά έκαναν.
Όντως, κανένας δεν έκανε ανάλυση οφέλους-κόστους προκειμένου να συμμετάσχει στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Ευτυχώς, ειδάλλως τίποτε δεν θα γινόταν. Ήταν μια αυτοδέσμευση, η οποία είχε ένα χειροπιαστό κόστος (από τη σωματική βία μέχρι την καταστροφή του προσωπικού μέλλοντος) και κανένα ορατό όφελος, εκτός ίσως από τα έντονα συναισθήματά μας. Δεν συνεχίζω, μου το απαγορεύει ορθά ο Χ. Ιορδάνογλου: «Το θέμα είναι ότι τα συναισθήματα του τότε (αγανάκτηση, τρόμος, περηφάνια, αίσθηση συναδελφικότητας) δεν είναι δυνατόν να αναπαραχθούν ή να μεταδοθούν σήμερα. Πολλοί (χωρίς αμφιβολία καλοπροαίρετα) προσπάθησαν να μεταδώσουν το ηθικό και συναισθηματικό κλίμα της εποχής χρησιμοποιώντας εκφράσεις φορτισμένες στον υπερθετικό βαθμό. Αυτό είναι παγίδα. Οδηγεί κατ’ ευθείαν στο μελόδραμα και δεν πείθει κανέναν». Πώς να μη χαμογελάς διαβάζοντας φετινά κείμενα που «καταρρίπτουν» τους μύθους με μια μεγαλοστομία που τους αναπαραγάγει;
Τα πράγματα, όμως, ήταν πολύ εύκολα τότε. Γιατί; Διότι ο αντίπαλος ήταν πολύ συγκεκριμένος, ορατός, δεν χρειαζόταν να κουράσουμε το μυαλό μας. Φυσικά, κάπως έπρεπε να οργανώσουμε τη σκέψη μας. Κάποιοι επέλεξαν τον ευρωκομμουνισμό, άλλοι την κομμουνιστική ορθοδοξία, άλλοι τον μαοϊσμό, άλλοι το τίποτα διότι ήταν ανύπαρκτοι (με ξεπερνά το ζήτημα πώς εν μια νυχτί, μετά τη μεταπολίτευση, οι βουβοί μετατράπηκαν στους πιο φωνακλάδες). Ωστόσο, ο κοινός πυρήνας υπήρχε: να φύγει η χούντα. Αυτή ήταν η ελάχιστη προϋπόθεση για όλα τα άλλα και, συνεπώς, τα υπόλοιπα έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα. Δίχως αυτή, θα έμενε ένας αχταρμάς παιδαριώδους επαναστατικότητας και υπερτροφικής (και χοντροειδέστατης) μαρξιστικής ρητορείας—ένας Θεός ξέρει πόσο ταλαιπωρήθηκαν «η βάση και το εποικοδόμημα», το «σε τελευταία ανάλυση», η «διαλεκτική», ο «ένοπλος αγώνας» («πού θα βρούμε τα όπλα ρε παιδιά;»)…
Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Όχι, επειδή δεν υπάρχει ένας ολοφάνερος στόχος. Ο στόχος είναι ένας και μοναδικός: η ανόρθωση της χώρας. Τηρουμένων των αναλογιών, και οπωσδήποτε από πολύ καλύτερη αφετηρία, πρέπει να κάνουμε ουσιαστικά αυτό που έκαναν οι πατεράδες μας από τον εμφύλιο και μετά: να ξαναστήσουμε τη χώρα στα πόδια της. Όσο κι αν σοκάρει, όμως, υπάρχει μια κολοσσιαία διαφορά σε σχέση με τη δικτατορία. Τότε χρειαζόταν «αντίσταση», σήμερα απαιτείται δουλειά, επινοήσεις, μέθοδος, πειθαρχία. Παρά ταύτα, έχει στηθεί ένα εργοστάσιο παραγωγής αντιστασιακών φαντασιώσεων: «γερμανική κατοχή», «γερμανοτσολιάδες», «ελικόπτερα», «κρεμάλες» κ.ο.κ. Έτσι, σε μένα τουλάχιστον, ηχεί τελείως γελοίο το σημερινό σύνθημα «Η χούντα δεν τέλειωσε το ΄73», και μάλλον είναι να σε πιάνει μελαγχολία όταν θυμάσαι το εξίσου γελοίο σύνθημα «Λαέ ντροπή σου για την εκλογή σου» που ακούστηκε μετά τι εκλογές του ’74. Σαν να μην άλλαξε τίποτε.
Η γενιά του Πολυτεχνείου: δεύτερη εκδοχή
Η δεύτερη εκδοχή, και μάλλον ορθότερη, ισχυρίζεται ότι «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι όλοι οι νέοι της εποχής, οι οποίοι μετά τη μεταπολίτευση στελέχωσαν μαζικά τις πολιτικές νεολαίες. Συμβατικά, το ορόσημο είναι ο ν. 1268/1982, ο οποίος θεμελίωσε τη συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των ΑΕΙ. Έκτοτε, συμμετέχει στη διαχείριση της εξουσίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ένα βασικό στοιχείο: το φοιτητικό κίνημα έβγαινε από τη δικτατορία με πολύ μεγάλη ισχύ, με πολύ μεγάλη αίγλη. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αυτή την ισχύ. Δεν αποδίδω κατηγορίες, διαπίστωση κάνω. Ζαλιστήκαμε μάλλον και από την ελευθερία που νιώθαμε και από την ισχύ που διαθέταμε. Έτσι, για παράδειγμα, σιγά-σιγά η «κατάληψη» καθαγιάστηκε και φτάσαμε στον φοιτητικό χώρο, και εκτός επίσης του φοιτητικού χώρου, να έχουμε καταλήψεις (εξωραϊσμένες ως «συμβολικές») με εξουσιοδοτήσεις, καταλήψεις με ένα άτομο στην εξώπορτα. Αυτή η «κατάληψη», που συχνά έχει καταντήσει μια απόλυτα γραφειοκρατική διαδικασία, ένα θλιβερό κακέκτυπο της κατάληψης του Πολυτεχνείου.
Μια πρόσθετη διάσταση που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι το ’74, σωστά γιατί δεν γινόταν κι αλλιώς, επανήλθαν στα πράγματα πολιτικοί της προδικτατορικής περιόδου, οι οποίοι έρχονταν με τα δικά τους πάθη και απωθημένα, με τις δικές τους ιδέες από το παρελθόν. Αυτοί υπήρξαν οι δάσκαλοι της νεολαίας, με αυτούς έμαθαν πολιτικά γράμματα οι νεολαίοι της εποχής. Και ως γνωστόν, «με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Μπορεί να ξεχαστεί ότι είκοσι χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, ακόμη λύνονταν λογαριασμοί της προδικτατορικής περιόδου; Ότι, δέκα χρόνια μετά, στην κομμουνιστική αριστερά μετρούσαν ακόμη τις ψήφους της 12ης Ολομέλειας; Απορούμε για την ανησυχητική εξάπλωση της βίας και της ανομίας σήμερα, αλλά ξεχνάμε ότι για να φθάσουμε να καταδικάζουμε απερίφραστα την τρομοκρατία απαιτήθηκε τουλάχιστον μια εικοσαετία. Απορούμε με διάφορους έξαλλους θρησκόληπτους, αλλά ξεχνάμε εκπροσώπους της επίσημης εκκλησίας ιερωμένους και ιεράρχες που συμπεριφέρονταν δημοσίως ως χείριστοι συνδικαλιστές.
Αυτή η γενιά πρωτίστως φοιτητών, που «έπαιζαν την επανάσταση» όπως είπε ο R. Aron για τον Γαλλικό Μάη (του οποίου η επιρροή παρεμπιπτόντως στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα ήταν μάλλον αμελητέα), αποτέλεσε το ύστατο ξέσπασμα πριν τον αποχαιρετισμό στα όπλα: μια πληθωρική «αντικαπιταλιστική» ρητορεία πριν η επανάσταση και «τα πολλά Βιετνάμ» αναβληθούν επ’ αόριστον. Αλλά υπήρξε μια ουσιαστική πολιτισμική ανατροπή, πολλές εντελώς συντηρητικές ιδέες εξανεμίστηκαν, και άλλαξαν συμπεριφορές και τρόποι ζωής.
Τα πρόσωπα αυτά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχαν καταφέρει να αλλάξουν πολλά, έριξαν πολλά κάστρα συντηρητισμού, ο οποίος ίσως θα αργούσε να επιστρέψει αν ο λαϊκισμός της πολιτικής και ο επαρχιωτισμός της λεγόμενης ελεύθερης τηλεόρασης δεν επανέφερε την παράδοση της χυδαιότητας, αναπαλαιωμένη και γυαλιστερή.
Ασφαλώς, ακολούθησαν ακρότητες και εκφυλιστικά φαινόμενα. Ασφαλώς, υποτιμήθηκε η αξία των θεσμών. Ωστόσο, μόνον όταν ενέσκηψε η λαίλαπα του θρησκευτικού φανατισμού και του νεοσυντηρητισμού συνειδητοποιήθηκε πόσο επισφαλή είναι τα αυτονόητα. Γι’ αυτό και τα περί «ανεκπλήρωτων ονείρων» εκείνης της γενιάς ηχούν ως δακρύβρεκτες μπαρούφες.
Η «αναπόφευκτη» χρεοκοπία
Υπόθεση εργασίας: μήπως ήταν «αναπόφευκτη» η (πολλαπλή) χρεοκοπία της χώρας; «Αναπόφευκτη» σε εισαγωγικά, διότι δεν πιστεύω σε κανενός είδους κοινωνικό ντετερμινισμό. Απλώς, θεωρώ εξαιρετικά αφελές να διαγράφονται όλοι οι περιορισμοί εντός των οποίων έπρεπε να κινηθεί η χώρα και ειδικά το πολιτικό σύστημα, να αγνοείται ότι οι χθεσινές επιλογές είναι περιορισμοί για τις σημερινές αποφάσεις. Είναι πανεύκολο να λέμε εκ των υστέρων, όπως διάφορες αυθεντίες-με-χρονοκαθυστέρηση, ότι έπρεπε να γίνει το ένα ή το άλλο—να ανασχεδιάζεται το παρελθόν στην πολυθρόνα. Εάν αρχίσουμε να προσθέτουμε τα «αν είχε γίνει τότε αυτό…» μάλλον απελπισία θα μας πιάσει.
Εδώ και πολλά χρόνια, όλες οι παθογένειες της χώρας ήταν γνωστές, τίποτε ουσιαστικά καινούργιο δεν μάθαμε μετά το Μνημόνιο. Επί δεκαετίες βλέπαμε συστηματικά «το κακό νόμισμα να διώχνει το καλό». Συνεπώς, γιατί δεν αντιμετωπίστηκαν; Η άμεση απάντηση ότι φταίει η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος είναι μεν σωστή, αλλά ανεπαρκής. Το πολιτικό σύστημα αντανακλούσε τη βούληση της κοινωνίας. Ήταν αυτό που ήταν διότι, καλώς ή κακώς, αυτό επέλεγαν οι πολίτες. Εμείς οι ίδιοι ψηφίζαμε (και ψηφίσαμε πρόσφατα) κόμματα, δημάρχους, πρυτάνεις και συνδικαλιστές. Το πρόβλημα της χώρας ήταν «συστημικό», με την έννοια της συστημικής θεωρίας.
Επισημαίνω μόνο δύο παραμέτρους. Πρώτον, η οικοδόμηση μιας σύγχρονης δημοκρατίας προϋπέθετε μια «μαθησιακή διαδικασία». Πολύ εύκολα, λόγου χάρη, ξεχνάμε ότι μετά τη δικτατορία μια ολόκληρη χώρα έπρεπε να καθίσει στα θρανία. Να μάθει πώς λειτουργεί η δημοκρατία και τι σημαίνουν θεσμοί. Με εκατέρωθεν συσσωρευμένα πάθη από τον εμφύλιο, τους μετεμφυλιακούς διωγμούς και τη δικτατορία, η μισή τουλάχιστον χώρα έπρεπε να μάθει τι σημαίνει διακυβέρνηση και η άλλη μισή να ζει εκτός εξουσίας. Η αδυναμία της συντηρητικής παράταξης να αρθρώσει έναν ουσιαστικό πολιτικο-ιδεολογικό λόγο, να απαλλαγεί από «κοτζαμπάσηδες» και «βιλαέτια», ο εξοστρακισμός κάθε εκσυγχρονιστικής άποψης, η αποθέωση του κρατισμού με ρητορεία φιλελευθερισμού, αποδεικνύουν πόσο δύσκολη ήταν η ανασυγκρότησή της. Από τα σπλάγχνα της δεν ξεπήδησε, όλη αυτή η εθνο-θεολογική παράκρουση, με (ομολογημένο ή ανομολόγητο) υπόβαθρο το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια; Από την άλλη, θα τολμήσουμε να πούμε ότι η δημοκρατική παράταξη γενικά, με σκληρούς αγώνες για τη δημοκρατία, είχε εντέλει σοβαρό έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας, το οποίο αναδείχθηκε όταν πήρε την εξουσία; Θα τολμήσουμε να πούμε ότι η κομμουνιστική αριστερά (ΚΚΕ και αριστερίστικες ομάδες, πλην ΚΚΕεσ)—πέρα από μια κουλτούρα του μαρτυρίου που έθρεψε προκειμένου να αντέξει στους μετεμφυλιακούς διωγμούς (και που εξαιτίας της ζωές καταστράφηκαν)—έθρεψε επίσης την ιδεολογία της «αντίστασης», μια από τις αιτίες της σημερινής βίας και ανομίας;
Δεύτερον, η εισροή των κοινοτικών κονδυλίων (και ο ακατάσχετος δανεισμός) άλλαξε άρδην τα πράγματα. Γιατί; Διότι, πρώτον και κυρίως, ήταν λεφτά που δεν τα πονούσε κανένας· διότι, δεύτερον, ήταν πολλά· διότι, τρίτον, τα μοίραζε η εκάστοτε πολιτική εξουσία. Ο ανταγωνισμός, όμως, είναι για τους αφελείς. Μεγάλο κομμάτι από την πίτα σήμαινε μεγάλη επιρροή στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε. Έπρεπε πρώτα να περάσουμε από το πλιάτσικο για να μπει μια κάποια τάξη, η οποία δυσκολευόταν επιπλέον από τον εκμαυλισμό συνειδήσεων.
Προοδευτικά, αναπτύχθηκαν πόλοι εξουσίας μεγάλης ισχύος. Παράλληλα, δεν υπήρξε ένας κεντρικός πόλος εξουσίας με συνείδηση του ρόλου του. Με άλλα λόγια, οι κατά τεκμήριο ελίτ της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών ηγεσιών, υπήρξαν (εξαιρώντας την είσοδο στην ΟΝΕ) μέρος του προβλήματος παρά της λύσης του. Αποτέλεσμα. Γενικευμένη αδυναμία λήψης ριζοσπαστικών αποφάσεων, εξοστρακισμός κάθε ιδέας παραγωγής πλούτου, ανάδειξη της διανομής (ανύπαρκτων) εισοδημάτων σε αποκλειστικό στόχο. Φθάσαμε έτσι σε μια κορπορατίστικη δομή (αλλά με ιδιότυπα στοιχεία), με την έννοια του Edmund Phelps, ανυπέρβλητη τροχοπέδη για τον οικονομικό δυναμισμό.
Τούτων και άλλων δοθέντων, το συμπέρασμα (εκ των υστέρων και μόνον εκ των υστέρων) είναι ότι ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός της χώρας ήταν σχεδόν αδύνατος. Φυσικά, και πολλά σωστά πράγματα έγιναν στον τόπο, και δεν ήταν αναπόφευκτο να φθάσουμε στον πάτο. Ωστόσο, η χώρα βάλτωνε χρόνο με τον χρόνο. Από ενδογενείς αδυναμίες. Αν ισχύει αυτό, η (επαίσχυντη για όλους μας) συνεπαγωγή είναι ότι μόνον κάποιος έξωθεν θα μπορούσε να βάλει ένα φρένο στην κατρακύλα.
More brain, O Lord, more brain! (George Meredith)
Ακούω και διαβάζω κατά τεκμήριο σοβαρούς διανοούμενους, πολιτικούς αναλυτές, διαμορφωτές της κοινής γνώμης να αραδιάζουν τα μειονεκτήματα του Έλληνα με σχεδόν σαδιστική διάθεση: πικρόχολο ύφος, σωρηδόν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί, μεθοδική αναζήτηση λέξεων που πληγώνουν. Αν ο Έλληνας είναι μόνο αυτό, χαθήκαμε. Αυτή η χώρα δεν έχει σωτηρία.
Προφανώς, κάνουν λάθος. Μονοδιάστατη σκέψη, ενίοτε ανάμικτη με εμπάθεια, κακεντρέχεια και φανατισμό. Ασφαλώς, ουδείς μπορεί να αγνοήσει ότι μέσα στον νεοπλουτίστικο παροξυσμό χάσαμε το μέτρο. Υπήρξαν λαμόγια, απατεώνες, παράσιτα και «δήθεν»—όντως, η χώρα έχει μπόλικους από δαύτους. Ο υπόκοσμος έφθασε να διοικεί, π.χ. το ποδόσφαιρο. Να δεχθώ επίσης ότι ουδείς είναι αθώος, ότι όλοι έχουμε μικρό ή μεγάλο μέρος ευθύνης. Προφανέστατα, όμως, αυτός ο λαός έχει επίσης πολλά καλά στοιχεία. Το απέδειξε σε κρίσιμες περιόδους, το απέδειξε σε ομαλές περιόδους και καθένας μπορεί να επικαλεστεί πολλά παραδείγματα σοβαρών, έντιμων και εργατικών ανθρώπων στον περίγυρό του.
Είναι επίσης σφάλμα να μην καταλαβαίνουμε τις αντιδράσεις των πολιτών. Δεν αναφέρομαι στο προφανές, ότι άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους, ότι καταστρέφονται ζωές. Αναφέρομαι σε κάτι βαθύτερο. Δεν πρέπει να υποτιμάται η βίαιη αλλαγή της «κοσμοαντίληψής» μας: εφησυχασμένοι ότι θα ζούμε εσαεί περιβεβλημένοι με ένα δίκτυ ασφάλειας, ανακαλύπτουμε έκπληκτοι ότι εφεξής η ζωή μας, ιδίως των παιδιών μας, θα είναι συνυφασμένη με την αβεβαιότητα και το ρίσκο. Το κράτος ήταν ο μεγάλος στοργικός πατέρας. Πρόσφερε απλόχερα θέσεις εργασίας στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, συντηρούσε κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις, «επιδοτούσε» επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες μέσω της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Το υπογράψαμε στο Μνημόνιο: αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που χάνεις… Αυτές είναι μεγάλες διανοητικές αλλαγές για να τις απορροφήσει μια κοινωνία σε σύντομο διάστημα. Είναι χείριστη πολιτική συμπεριφορά, να αντιμετωπίζεις όσους δυσανασχετούν ως «ανόητους».
Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε έτσι. Αν πας να σχεδιάσεις θεσμούς και να διοικήσεις αυτή τη χώρα, πρέπει να έχεις, ρητά ή υπόρρητα, μιαν άποψη για τον Έλληνα, γενικότερα για τον άνθρωπο. Αν πιστεύεις ότι όλοι έχουν τη διαφθορά στο DNA τους, ότι δεν μπορείς να δείξεις την παραμικρή εμπιστοσύνη σε κανέναν, μόνο αυταρχική διοίκηση θα επιλέξεις και άκρως γραφειοκρατικές δομές θα θεσμοθετήσεις. Εάν, παρομοίως, αρκεστείς στις μεγαλοστομίες καθενός, ούτε μισό βήμα θα μπορέσεις να προχωρήσεις. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση και έχει διατυπωθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια: «Όπως υπάρχει κάποιος βαθμός εξαχρείωσης στο ανθρώπινο γένος, ο οποίος απαιτεί έναν ορισμένο βαθμό περίσκεψης και επιφυλακτικότητας, έτσι υπάρχουν και άλλες ιδιότητες στην ανθρώπινη φύση που δικαιολογούν ένα μέρος εκτίμησης και εμπιστοσύνης (The Federalist, αρ. 55).
Ξέρουμε ότι τα ψέματα τέλειωσαν. Αν είναι να ξεκινήσει η ανόρθωση της χώρας, πρέπει να στύψουμε το μυαλό μας και να σηκώσουμε τα μανίκια μας. Και από τα πρώτα που θα πρέπει να κάνουμε, είναι να αλλάξουμε την άποψή μας για τους ίδιους τους εαυτούς μας. Δεν θα πάμε με τους νέους θεσμούς, με το νέο παραγωγικό μοντέλο να δημιουργήσουμε έναν «νέο τύπο Έλληνα». Πρέπει να τον αποδεχθούμε όπως τον γνωρίζουμε, με τα κακά, αλλά και τα καλά του. Και πρέπει να γίνει μια συντονισμένη, ειλικρινής προσπάθεια για να βγουν αυτά τα καλά στοιχεία στην επιφάνεια. Η «γενιά του Πολυτεχνείου», με τα καλά και τα κακά της, αυτό μας λέει.
[1] Χ. Ιορδάνογλου, «Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα της Θεσσαλονίκης στην περίοδο 1972-73: Ένα χρονικό», στο Ολύμπιος Δαφέρμος, Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα 1972-73, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1999, σ. 237-281. Χ. Ζαφείρης, ’Αντεθνικώς δρώντες…’ 1971-1974, Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της Χούντας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου της, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2011.
Πηγή: εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου