Το τέχνασμα αυτό έγκειται στην επίκληση μιας αυθεντίας
αντί της λογικής, και μάλιστα μιας αυθεντίας ανάλογης με τις γνώσεις του
αντιπάλου. Ο καθένας προτιμά να πιστέψει τυφλά μια άποψη, παρά να ασκήσει την
κρίση του, όπως είπε κι ο Σενέκας. Επομένως, η υπόθεση γίνεται πιο εύκολη αν
έχετε στο πλευρό σας κάποιον ειδήμονα που ο αντίπαλός σας σέβεται.
Όσο πιο περιορισμένες είναι οι ικανότητες και οι
γνώσεις του αντιπάλου, τόσο περισσότερες απόψεις αυθεντιών μπορείτε να
επικαλεστείτε. Αν όμως οι ικανότητες και οι γνώσεις του είναι υψηλού επιπέδου,
τότε μπορείτε να επικαλεστείτε ελάχιστες αυθεντίες επί του θέματος, στην
πραγματικότητα σχεδόν καμία.Ίσως να παραδεχτεί την αυθεντία κάποιου που
ασχολείται με μια επιστήμη ή μια τέχνη την οποία ο ίδιος γνωρίζει ελάχιστα, ή
δεν γνωρίζει καθόλου, όμως ακόμη και τότε θα τον αντιμετωπίσει με δυσπιστία.
Αντίθετα, ο κοινός άνθρωπος τρέφει μεγάλο σεβασμό για όσους φέρουν μια
επαγγελματική ιδιότητα. Δεν συνειδητοποιεί πως ένας επαγγελματίας δεν αγαπά το
ίδιο το επάγγελμά του, αλλά τα χρήματα που του αποφέρει' ή ότι είναι σπάνιο να
διδάσκει κανείς ένα αντικείμενο και να το κατέχει ταυτόχρονα σε βάθος — διότι,
αν μελετούσε όπως όφειλε, δεν θα είχε χρόνο να διδάσκει.
Υπάρχει πλήθος αυθεντιών που απολαμβάνουν τον
σεβασμό του όχλου" αν δεν βρίσκετε να επικαλεστείτε κάποιον ειδήμονα
πραγματικά κατάλληλο για την υπόθεσή σας, τότε επικαλεστείτε κάποιον που φαίνεται
κατάλληλος. Μπορείτε να παραθέσετε τα λόγια που είπε κάποιος με διαφορετικό
νόημα και υπό άλλες συνθήκες. Ο αντίπαλός σας έχει σε μεγαλύτερη υπόληψη
εκείνες τις αυθεντίες τα λεγάμενα των οποίων αδυνατεί να καταλάβει. Οι
απαίδευτοι έχουν την τάση να δείχνουν ιδιαίτερο σεβασμό σε αρχαιοελληνικά και
λατινικά γνωμικά.
Μπορείτε επίσης, αν είναι αναγκαίο, όχι μόνο να
παραποιήσετε τα λόγια μιας αυθεντίας, αλλά να τα διαστρεβλώσετε τελείως, ή να
αποδώσετε στην αυθεντία κάτι που επινοήσατε ο ίδιος. Κατά κανόνα, ο αντίπαλος
δεν έχει στη διάθεσή του βιβλία για να επα- ληθεύσει τα όσα λέτε, ενώ, ακόμα κι
αν είχε, δεν θα ήξερε να τα χρησιμοποιήσει. Το καλύτερο παράδειγμα για το
τέχνασμα αυτό είναι του Γάλλου cure, ο οποίος, προκειμένου να μην
υποχρεωθεί, όπως οι συμπολίτες του, να λιθοστρώσει τον δρόμο μπροστά στο σπίτι
του, επικαλέστηκε ένα γνωμικό από τη Βίβλο:paveant illi, ego non pavebo. Αυτό
ήταν αρκετό για να πείσει τις τοπικές αρχές.
Μπορείτε επίσης να χρησιμοποιήσετε σαν θέσφατο
μια κοινή προκατάληψη, διότι οι περισσότεροι άνθρωποι συντάσσονται με τη θέση
του Αριστοτέλη ότι μπορούμε να ισχυριστούμε ως σωστό αυτό που πιστεύουν οι
πολλοί.
Δεν υπάρχει γνώμη,
όσο παράλογη κι αν είναι, που οι άνθρωποι να μην είναι έτοιμοι να την ασπαστούν
μόλις πειστούν πως είναι κοινώς αποδεκτή. Το παράδειγμα των άλλων επηρεάζει
τόσο τη σκέψη τους όσο και τις πράξεις τους. Είναι σαν πρόβατα που ακολουθούν
τον αρχηγό του κοπαδιού όπου τους οδηγήσει. Θα προτιμούσαν να τον ακολουθήσουν
στον θάνατο παρά να σκεφτούν από μόνοι τους.
Είναι πολύ περίεργο που η γενική απήχηση μιας
γνώμης έχει για τους ανθρώπους τόση βαρύτητα. Η ίδια τους η εμπειρία είναι σε
θέση να τους διδάξει πως η αποδοχή μιας γνώμης γίνεται άκριτα και είναι αποτέλεσμα
μίμησης. Παρ’ όλ’ αυτά, οι ίδιοι δεν το αντιλαμβάνονται ποτέ, καθώς δεν
κατέχουν αυτογνωσία.
Μόνο οι εκλεκτοί συμφωνούν με τον Πλάτωνα: «τοΐς
πολλοίς πολλά δοκεΤ»' που σημαίνει πως ο κόσμος μπορεί να σκέφτεται αμέτρητες
ανοησίες, και δεν είναι δυνατόν να ασχοληθούμε με όλες.
Για να μιλήσουμε με σοβαρότητα, η γενική απήχηση
μιας γνώμης δεν αποτελεί απόδειξη. Στην πραγματικότητα, δεν καθιστά καν πιθανή
την ορθότητά της.
Όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο πρέπει να λάβουν
υπόψη τους τα παρακάτω:
1. Σε βάθος χρόνου, μια κοινώς αποδεκτή γνώμη χάνει
την ισχύ της' διαφορετικά, θα έπρεπε να αποκαταστήσουμε όλες τις παλαιότερες
λανθασμένες απόψεις που κάποτε θεωρούνταν ως κοινά αποδεκτές αλήθειες. Για
παράδειγμα, θα έπρεπε να επαναφέρουμε το σύστημα του Πτολεμαίου ή να καθιερωθεί
ξανά ο καθολικισμός στις προτεσταντικές χώρες.
2. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η φυσική απόσταση'
αλλιώς μια συναφής κοινώς αποδεκτή γνώμη των υποστηρικτών του βουδισμού, του
χριστιανισμού και του ισλάμ, θα τους έφερνε σε δύσκολη θέση.
Αν εξετάσουμε το θέμα διεξοδικά, θα δούμε πως
αυτό που αποκαλούμε κοινώς αποδεκτή γνώμη, δεν είναι παρά η γνώμη δύο ή τριών
ατόμων. Αν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε την πραγματική διαδικασία γέννησης
μιας γνώμης, δεν θα είχαμε γι’ αυτό την παραμικρή αμφιβολία.
Θα ανακαλύπταμε ότι
δεν είναι παρά δύο ή τρεις άνθρωποι που δέχτηκαν, προώθησαν και υποστήριξαν
την άποψη την πρώτη φορά, και ότι οι υπόλοιποι πίστεψαν αφελώς πως οι δυο
τρεις αυτοί άνθρωποι την είχαν εξετάσει εξονυχιστικά προτού τη διαδώσουν.
Ύστερα, αποδέχτηκαν τη γνώμη αυτή μερικοί επιπλέον, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι
εξαρχής πως οι άνθρωποι που τη διέδωσαν είχαν την απαραίτητη κατάρτιση. Στη συνέχεια,
σ’ αυτούς βασίστηκαν πολλοί άλλοι, που από οκνηρία προτίμησαν να πιστέψουν κάτι
χωρίς δεύτερη σκέψη παρά να κοπιάσουν εξετάζοντας οι ίδιοι το ζήτημα. Έτσι, ο
αριθμός των νωθρών και εύπιστων υποστηρικτών μεγάλωσε μέρα με τη μέρα. Μόλις η
συγκεκριμένη άποψη κέρδισε ευρεία υποστήριξη, οι υπόλοιποι που αποφάσισαν να
την ενστερνιστούν απέδωσαν τη μεγάλη της απήχηση στην ορθότητά της. Τότε, όσοι
είχαν απομείνει αναγκάστηκαν να αποδεχτούν ό,τι ήταν πλέον κοινώς αποδεκτό,
προ- κειμένου να μη θεωρηθούν ταραξίες, που απαρνιούνται τις γενικώς
παραδεδεγμένες απόψεις, ή θρασείς, που θεωρούν ότι είναι πιο έξυπνοι από όλους
τους άλλους.
Όταν μια γνώμη φτάνει σε αυτό τον βαθμό αποδοχής,
η συγκατάνευση αποτελεί πλέον καθήκον. Από το σημείο αυτό και στο εξής, οι λίγοι
που είναι ικανοί να κρίνουν θα σιωπήσουν. Μιλούν μόνο όσοι είναι παντελώς
ανίκανοι να σχηματίσουν οι ίδιοι οποιαδήποτε γνώμη ή κρίση, αφού παπαγαλίζουν
απλώς τις απόψεις των άλλων. Ωστόσο, υπερασπίζονται τις συγκεκριμένες απόψεις
με υπερβάλλοντα ζήλο και μισαλλοδοξία, καθώς αυτό που απεχθάνονται στους ανθρώπους
που σκέφτονται με διαφορετικό τρόπο από τον δικό τους, δεν είναι τόσο οι
διαφορετικές τους κρίσεις, όσο η τόλμη να θέλουν να σχηματίσουν τη δική τους
άποψη. Εν ολίγοις, ελάχιστοι είναι ικανοί να σκεφτούν, όλοι όμως θέλουν να
έχουν άποψη. Συνεπώς, δεν απομένει παρά να ενστερνιστούν έτοιμες απόψεις
άλλων, αντί να σχηματίσουν τις δικές τους.
Εφόσον αυτό συμβαίνει, τι αξία έχει μια γνώμη,
ακόμη κι αν έχει εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές;
Δεν είναι περισσότερο τεκμηριωμένη από ένα ιστορικό
γεγονός καταγεγραμμένο από εκατό ιστορικούς, οι οποίοι αποδεικνύεται πως έχουν
αντιγράψει ο ένας από τον άλλον' η άποψη στο τέλος μπορεί να αποδοθεί σε ένα
και μόνο άτομο*. Άλλα θα πω εγώ, άλλα εσύ, και άλλα κάποιος άλλος. Δεν
πρόκειται για τίποτα περισσότερο από μια σειρά ισχυρισμών.
Dico ego, tu dicis, sed denique dixit
et ille;
Dictaque post toties, nil nisi dicta vides.
Ωστόσο, σε μια αντιπαράθεση με απλούς ανθρώπους,
μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γενικώς παραδεδεγμένη γνώμη σαν θέσφατο' είναι
γενική διαπίστωση πως, όταν οι απλοί άνθρωποι καβγαδίζουν, αυτό το όπλο
επιλέγουν για να επιτεθούν στον αντίπαλό τους. Αν κάποιος καλύτερός τους είναι
υποχρεωμένος να τους αντιμετωπίσει, καλό θα ήταν να καταδεχτεί να
χρησιμοποιήσει κι εκείνος το συγκεκριμένο όπλο, επικαλούμενος μάλιστα
αυθεντίες που θα πλήξουν περισσότερο τα αδύνατα σημεία του αντιπάλου του.
Διότι ο απλός άνθρωπος είναι εξ ορισμού τόσο αναίσθητος απέναντι στα λογικά
επιχειρήματα όσο και ένας άγριος, βυθισμένος στην ανικανότητα σκέψης και
κρίσης.
Ενώπιον ενός δικαστηρίου, οι αντιπαραθέσεις διεξάγονται
μόνο μεταξύ αυθεντιών, καθώς έγκυρες θέσεις διατυπώνονται από τις αυθεντίες
της νομικής επιστήμης. Η άσκηση της κρίσης έγκειται στον εντοπισμό του νόμου ή
της αρχής που μπορεί να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη υπόθεση. Υπάρχει, ωστόσο,
αρκετό περιθώριο και για διαλεκτική. Σε περίπτωση που ο νόμος δεν ταιριάζει
και πολύ στην επίμαχη υπόθεση, μπορεί κανείς, αν είναι αναγκαίο, να
διαστρεβλώσει είτε τον νόμο είτε την υπόθεση έως ότου φαινομενικά ταιριάξουν,
μπορεί επίσης να κάνει και το αντίθετο
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το
βιβλίο: "η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου