ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Game Over. Η αλήθεια για την κρίση
εκδ. Παπαδόπουλος, 2016
«Μετά από τρία Μνημόνια, τέσσερις εκλογές, έξι πρωθυπουργούς, εννέα υπουργούς Οικονομικών και ένα δημοψήφισμα, έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας».
Γ. Παπακωνσταντίνου
Υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια, φαινομενικά όχι τόσο σημαντική μπροστά σε άλλα μεγάλα γεγονότα, που θα μπορούσε ωστόσο να συνοψίσει όλη την ουσία της 6ετίας της ελληνικής κρίσης: εκεί, γύρω στα τέλη του 2011, η Ελλάδα βρέθηκε συχνά ενώπιον του κινδύνου της εξάντλησης των πετρελαϊκών αποθεμάτων της. Ο λόγος ήταν απλός. Κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να πουλήσει στις ελληνικές εταιρείες πετρελαιοειδών με πίστωση, όπως οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, προφανώς εξαιτίας της απώλειας της αξιοπιστίας της χώρας. Μιας χώρας, το μέλλον της οποίας φαινόταν τότε (και ακόμη;) να παλαντζάρει ανάμεσα στη χρεοκοπία και στο Grexit. Κι όμως, παρόμοια εφιαλτικά δεδομένα για ένα δυτικό κράτος και τους κατοίκους του δεν φαίνεται να έγιναν ποτέ αντικείμενο σοβαρής επεξεργασίας από το μεγαλύτερο μέρος του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Κι εκτός από τα κόμματα, σε αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ορισμένους δικαστές, ΜΜΕ, καθηγητές ΑΕΙ, διανοούμενους. Δηλαδή, ένα σοβαρό τμήμα της ημεδαπής ελίτ, το οποίο παρ’ όλες τις πασιφανείς εσωτερικές ευθύνες για την εκτόξευση του χρέους και των ελλειμμάτων, συνέχισε όλο αυτό το διάστημα να καλλιεργεί στους πολίτες πάσης φύσεως αυταπάτες και συνωμοσιολογικούς μύθους είτε για το πώς δημιουργήθηκε το πρόβλημα, είτε για το πώς θα μπορούσε να λυθεί.
Εκεί έγκειται η μεγάλη αξία του νέου βιβλίου του Γ. Παπακωνσταντίνου (γεν. 1961), πρώην υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, του οποίου η πολιτική καριέρα έμελλε να συνδεθεί με τη σοβαρότερη κρίση της μεταπολίτευσης, και ο ίδιος να είναι ένας από τους κυριότερους πρωταγωνιστές της. Το βιβλίο βάζει στη σειρά, με ψυχραιμία και πολλές άγνωστες λεπτομέρειες, όλες τις σημαντικές στιγμές στην εξέλιξη της κρίσης. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος του επιλέγει να το εστιάσει και στο πιο κρίσιμο σημείο της: ποιοι ήταν οι λόγοι της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας του 2010, και ποια η διαδικασία με την οποία η χώρα οδηγήθηκε στα μνημόνια.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τα αίτια της κρίσης, τα όσα παρατίθενται, δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν. Η κυβέρνηση ΓΑΠ το 2009 παρέλαβε ένα κράτος που πριν από όλα αρνούνταν –σκοπίμως– να καταγράψει τα πραγματικά στατιστικά του στοιχεία. Κι έτσι, με δυο λόγια, καταλήξαμε από το 6% έλλειμμα που έδινε η τελευταία κυβέρνηση Καραμανλή για το 2009, αυτό να αναθεωρηθεί τελικά στο 15,4%! Δύο-τρεις απλοί στατιστικοί πίνακες αποδεικνύουν ξεκάθαρα πότε ακριβώς εκτοξεύτηκαν τα ελλείμματα και το χρέος: την 5ετία 2004-2009. Για το πώς προέκυψε αυτό, θα πρέπει πράγματι να καταφύγουμε σε δομικά προβλήματα του κράτους και της στρεβλής σχέσης του πολιτικού μας συστήματος με τους πολίτες-ψηφοφόρους. Μια γνωστή άλλωστε συζήτηση.
Παρότι βαθιά φιλοευρωπαίος, ο συγγραφέας φροντίζει να αναδείξει παράλληλα και τα λάθη των εταίρων. Μεγάλη καθυστέρηση στη συνειδητοποίηση του κινδύνου, εν συνεχεία, διαρκής μετάθεση των επώδυνων αποφάσεων στο μέλλον, αρχική άρνηση της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής δύναμης, δηλαδή της Γερμανίας, να ηγηθεί με στιβαρό τρόπο στην αντιμετώπιση του προβλήματος, υπερβολική εστίαση στο «ηθικό» μέρος του ζητήματος («οι τεμπέληδες Ελληνες»), λάθη τακτικής (π.χ., η απόφαση της Ντοβίλ περί του ρίσκου των ομολογιούχων), και κατόπιν ένα τιμωρητικής λογικής πρώτο μνημόνιο που απευθυνόταν κατά βάση στα εσωτερικά ακροατήρια των δανειστών. Και μαζί με αυτά, συχνές και σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των εκπροσώπων της τρόικας για μικρότερα ή μεγαλύτερα θέματα (π.χ., αναδιάρθρωση χρέους).
Κι ωστόσο, ακόμη κι έτσι, το ποσό της συνολικής βοήθειας από τα δάνεια των δύο πρώτων μνημονίων έφτασε στο ύψος των 240 δισ. ευρώ. Ενα δυσθεώρητο δάνειο που δεν είχε ξαναδοθεί ποτέ στο παρελθόν σε δυτικό κράτος. Υπήρχε, στα αλήθεια, τότε άλλη επιλογή για το ελληνικό κράτος, πλην της προσφυγής στον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης; Κατηγορηματικά όχι. Ελπίζω ότι ιδίως μετά και το περσινό φιάσκο ανεύρεσης οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής πηγής χρηματοδότησης (Ρωσία, Ιράν, Βενεζουέλα κ.λπ.) να έχει πειστεί και ο πιο καχύποπτος ότι αυτή η λύση ήταν τελικά μονόδρομος. Και εκτός των άλλων, ήταν και η μόνη που διασφάλιζε και τη γεωπολιτική θέση (καθόλου δευτερεύον...) της χώρας στη δυτική «συμμαχία».
Οπως υπονοείται και στο βιβλίο, το πρόβλημα σε κάθε περίπτωση δεν ήταν τόσο η οικονομική διαχείριση του προβλήματος. Παρά την τεράστια πρόκληση για μια δίχως προηγούμενο περικοπή ελλειμμάτων σε χρόνο-ρεκόρ, αυτή προχωρούσε ώς το 2011 μάλλον ικανοποιητικά, χάρη στην ισχυρή βούληση κάποιων λίγων σε θέσεις ευθύνης, και στις τρομερές θυσίες των πολλών. Το πρόβλημα ήταν η πολιτική διαχείριση της κρίσης. Κι εδώ οι ευθύνες διαχέονται οριζόντια στο πολιτικό σύστημα. Η εσωτερική αντιπολίτευση της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ υπονόμευε το δύσκολο αυτό έργο, ενώ η στάση τής τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης της Ν.Δ. αλλά και της υπόλοιπης αντιπολίτευσης άλλωστε, με προεξάρχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να συνοψιστεί στη λέξη «ανευθυνότητα».
Το ότι είχαμε εισέλθει σε μια νέα εποχή που η πολιτική εξουσία σήμαινε πρωτίστως αντιδημοφιλείς αποφάσεις και πολύ λιγότερα οφέλη για τον εκάστοτε κάτοχό της, θα ήταν κάτι που θα το διαπίστωναν πικρά όλες οι επόμενες κυβερνήσεις που θα έφθαναν εκεί υψώνοντας αντιμνημονιακές παντιέρες. Οπως είχε πει και ο Γιούνκερ, «ξέρουμε όλοι τι πρέπει να κάνουμε, απλώς δεν ξέρουμε πώς να το κάνουμε και μετά να κερδίσουμε τις εκλογές».
Η αξία της μετριοπάθειας
Από το βιβλίο μπορούν εντέλει να εξαχθούν ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα: πρώτον, τα αίτια μιας κρατικής χρεοκοπίας είναι σχεδόν πάντα εσωτερικά. Δεύτερον, ο ευρωπαϊκός δρόμος της διάσωσης δεν είναι ίσως ο καλύτερος, είναι όμως ο καλύτερος δυνατός. Τρίτον, επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά ότι η Ε.Ε. προχωράει μπροστά μόνο μέσα από τις κρίσεις της, αλλά πάντως προχωράει και δεν διαλύεται. Τέταρτον, ότι η Ελλάδα στηρίχθηκε στις δύσκολες ώρες από την υπεύθυνη στάση «κακών» τραπεζιτών, όπως ο Μ. Ντράγκι και ο Γ. Στουρνάρας. Πέμπτο και τελευταίο, ότι η κρίση δεν θα τελειώσει μέχρι να βγει η Γερμανία να τραγουδήσει, και αυτή τραγουδάει ακόμη βραχνά και ανόρεχτα.
Θα ξεχώριζα πάντως και ακόμη μια αρετή του βιβλίου. Παρότι ο Γ. Παπακωνσταντίνου λοιδορήθηκε υπερβολικά, ως εξιλαστήριο θύμα, για την υπόθεση της λίστας Φαλσιανί –μια ιστορία που ακολούθησε τον δρόμο της δικαιοσύνης, και συνεπώς περιττεύει εδώ οποιαδήποτε αναφορά–, ο λόγος τού πρώην υπουργού Οικονομικών παραμένει ήπιος ακόμη κι όταν μνημονεύει τους αντιπάλους και διώκτες του, συχνά με βρετανικό φλέγμα και διάθεση αυτοκριτικής.
Θα έλεγα ότι μετά τη λαίλαπα των έξι αυτών χρόνων, όπου κυριάρχησε ο λόγος της «κρεμάλας», του «εμφυλίου» και της πιο φανατικής ρητορείας εκ δεξιών και εξ αριστερών, η μετριοπάθεια αυτή μοιάζει με μουσική στα αυτιά μας. Και είναι το μέτρο που ορίζει πώς πρέπει να εκφραζόμαστε στο εξής όσοι δημοσιολογούμε.
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».
12/06/2016, Η Καθημερινή, για περισσότερα: εδώ
Game Over. Η αλήθεια για την κρίση
εκδ. Παπαδόπουλος, 2016
Γ. Παπακωνσταντίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου